Διάβασα κάπου ότι ο δίσκος «Ο δρόμος» του Μίμη Πλέσσα και του Λευτέρη Παπαδόπουλου, με βασικό ερμηνευτή τον Γιάννη Πουλόπουλο, που κυκλοφόρησε το 1969, έχει κάνει τις περισσότερες πωλήσεις από όλους τους ελληνικούς δίσκους μακράς διαρκείας, ξεπερνώντας το 1 εκατομμύριο ήδη από την εποχή του βινυλίου.
Τον δίσκο τον ξανάκουσα τώρα, πριν γράψω το άρθρο, και, πέρα από την απόλαυση και τη νοσταλγία, πρόσεξα λίγο περισσότερο τους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, που αγγίζουν κατά τη γνώμη μου τη στιχουργική τελειότητα. Μπορείτε να θυμηθείτε κι εσείς τη θαυμάσια αυτή δουλειά εδώ, αλλά στο σημερινό άρθρο δεν θ’ ασχοληθούμε με ολόκληρο τον δίσκο, αλλά μ’ ένα μονάχα τραγούδι του, το πασίγνωστο Άγαλμα. Ας το ακούσουμε:
Το μόνο κακό μ’ αυτά τα τραγούδια, αναπόφευκτο για εμάς τους κάπως μεγαλύτερους, είναι ότι τα έχουμε ακούσει χιλιάδες φορές κι έχουν, όσο και να το κάνεις, κάπως τριφτεί.
Όμως εδώ δεν θα μουσικολογήσουμε, αλλά ούτε και θα λεξιλογήσουμε -έτσι γι’ αλλαγή. Θα μυθολογήσουμε ή πιο σωστά θ’ ασχοληθούμε με κάτι που λέγεται για το τραγούδι αυτό, που το βρίσκω αβάσιμο -και με έναυσμα τη συγκεκριμένη περίπτωση, θα πούμε και μερικά γενικότερα πράγματα.
Λοιπόν, πριν από μερικές μέρες, ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης ανέβασε στον τοίχο του στο Φέισμπουκ το γιουτουμπάκι με το Άγαλμα, συνοδεύοντάς το από το εξής σχόλιο:
Θα μαλλιάσει η γλώσσα μου να το επαναλαμβάνω.
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν είναι παράφρων να βάζει τον ερωτοκαμμένο ήρωά του να πιάνει την κουβέντα με προτομές ή με αδριάντες ηρώων ή ευεργετών.
«Αγάλματα» έλεγαν στον καιρό του τις κοπέλες που έκαναν πεζοδρόμιο, που έστεκαν στο ίδιο πόστο με καύσωνα ή με αγιάζι. Από μια τέτοια παρηγορείται ο ήρωας του τραγουδιού. Ακούστε το έτσι και θα σάς φανεί ασυγκρίτως συγκινητικότερο.
Πριν προχωρήσω, και επειδή μας διαβάζουν και παιδιά, να παρατηρήσω ότι κανονικά ο «ερωτοκαμένος», όπως και ο σκέτος καμένος γράφονται με ένα μι. Ο υπουργός Πάνος μπορεί να γράφει όπως θέλει το επώνυμό του, όπως και ο πρώην πρωθυπουργός κ. Πικραμμένος, αλλά οι μετοχές αυτές γράφονται κανονικά με ένα μι, καμένος, πικραμένος. Αλλά πλατειάζω.
Λοιπόν, ο Χρ. Χωμενίδης προβάλλει τον εντυπωσιακό ισχυρισμό ότι λάθος ακούγαμε τόσα χρόνια το κοσμαγάπητο αυτό τραγούδι, ότι θα ήταν παράφρων ο Λευτέρης Παπαδόπουλος αν έβαζε το άγαλμα να σκουπίζει τα μάτια του άτυχου ερωτευμένου, ότι στην καθομιλουμένη της εποχής έλεγαν «αγάλματα» τις κοπέλες που έκαναν πεζοδρόμιο και ότι μια τέτοια κοπέλα παρηγόρησε τον νεαρό. Η ανάρτηση είχε αρκετή απήχηση, αφού αναδημοσιεύτηκε 29 φορές.
Οι εντυπωσιακοί ισχυρισμοί χρειάζονται και εντυπωσιακά καλή τεκμηρίωση, και ο Χωμενίδης δεν παρουσιάζει κανένα τεκμήριο που να στηρίζει τα όσα λέει. Ομολογώ ότι, αν και μεγαλύτερος σε ηλικία, δεν έχω πουθενά συναντήσει να αποκαλούν «αγάλματα» τις κοπέλες που κάνουν πεζοδρόμιο. Τροτέζες, ναι. Καλντεριμιτζούδες, ναι. Αγάλματα, όχι.
Θα μου πείτε, μπορεί να το λέγανε και να μην το ξέρω. Ωστόσο, ανέτρεξα και σε λεξικά, γενικά και ειδικά, χωρίς αποτέλεσμα. Στο πληρέστατο λεξικό Γεωργακά, που συντάχθηκε ακριβώς στη δεκαετία του 1960, δεν υπάρχει καμία αναφορά τέτοιας σημασίας. Θα μου πείτε, ήταν όρος της αργκό. Μα, ούτε στο λεξικό της Λαϊκής, του Δαγκίτση, ούτε στο λεξικό της πιάτσας, του Καπετανάκη βρίσκω τίποτα. Ούτε στο slang.gr, αλλά ούτε και στο, εξαντλητικά πλήρες, Λεξικό της Λαϊκής και της Περιθωριακής Γλώσσας, του Γιώργου Κάτου, που υπάρχει ονλάιν.
Αλλά ποιος ο λόγος να προσφεύγουμε σε λεξικά για ένα κείμενο που ο δημιουργός του ζει και βασιλεύει. Κάποτε που είχα αμφιβολία αν καταλαβαίνω σωστά έναν στίχο του Φώντα Λάδη, του έστειλα μέιλ και τον ρώτησα (και είχα καταλάβει λάθος). Επειδή όμως δεν έχω την τύχη να γνωρίζω τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, καταφεύγω σε μια συνέντευξή του στο Ποντίκι, όπου, για καλή μας τύχη, μιλάει για το τραγούδι αυτό.
Αυτά που γράφετε στους στίχους σας είναι πράγματα που έχετε ζήσει ή που θα θέλατε να έχετε ζήσει;
Κατά κανόνα, πράγματα που έχω ζήσει, αλλά, όταν γράφεις, δημιουργείς στην ψυχή σου συνθήκες που σου επιτρέπουν να γράψεις. Τα περισσότερα μπορεί να είναι επινοημένα. Αλλά ξέρεις, για παράδειγμα, πώς είναι να είσαι προδομένος, να πονάς. Το «Άγαλμα» μιλάει για απεριόριστη μοναξιά. Αυτός δεν έχει να πάει πουθενά, πού να μιλήσει, είναι όλες οι πόρτες σφαλιστές. Το άγαλμα τον ακούει, και φεύγει από το βάθρο του για να τον συντροφέψει στον δρόμο.
Κατόπιν τούτου, θαρρώ πως είμαστε αναγκασμένοι να συμπεράνουμε πως η εκδοχή που πλασάρει ο Χ. Χωμενίδης δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Γράφω «που πλασάρει», διότι βλέπω στον ιστότοπο των στίχων να αναφέρεται η ίδια θεωρία από το 2006: Ίσως να χαλάω την εικόνα που μπορεί να έχει κάποιος όσον αφορά το υπέροχο αυτό άσμα, αλλά πρέπει να ξέρετε ότι τις δεκαετίες 60-70, αγάλματα αποκαλούσαν τις γυναίκες του πεζοδρομίου. Ίσως αυτό εννοούσε ο Παπαδόπουλος.
Θα μου πείτε, δεν ενισχύει αυτό τη θεωρία Χωμενίδη; Δεν θα το έλεγα. Το ότι υπάρχουν και άλλοι που διαδίδουν την ίδια θεωρία, σημαίνει απλώς ότι είναι κάτι που έχει ειπωθεί από παλιότερα και ότι δεν το σκέφτηκε τώρα ο Χ. Χωμενίδης. Για να φέρω ένα άλλο παράδειγμα, μόλις χτες είδαμε ότι, σύμφωνα με δεκάδες ιστότοπους, η παρετυμολογία της Αιγύπτου από τη φράση «υπτίως του Αιγαίου» οφείλεται στον αρχαίο γεωγράφο Στράβωνα. Κι όμως αυτό δεν ισχύει. Επειδή κάτι το επαναλαμβάνουν πολλοί δεν σημαίνει ότι ισχύει.
Και εδώ που τα λέμε, στα δικά μου τουλάχιστον τα μάτια είναι εξαιρετικά υποβλητική η εικόνα του άψυχου, χάλκινου ή μαρμάρινου, ψυχρού αντικειμένου που συγκινείται από τον καημό του νεαρού και βουρκώνει -και μετά κατεβαίνει από το βάθρο του για να τον παρηγορήσει. Με απογοητεύει ότι ένας συγγραφέας βρίσκει «παραφροσύνη» την ποιητικότατη αυτή εικόνα, που βέβαια αντλεί από ένα γνωστό μοτίβο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που το βρίσκουμε π.χ. στον Ντον Ζουάν του Μολιέρου (και στην όπερα Ντον Τζοβάνι του Μότσαρτ), και στο παλιότερο έργο του Τίρσο ντε Μολίνα και στον θρύλο του Δον Ζουάν, όπου το άγαλμα του Διοικητή κατεβαίνει από το βάθρο του, όχι από συγκίνηση πια αλλά για να τιμωρήσει τον αμαρτωλό κεντρικό ήρωα. Δεν θα έλεγε βέβαια κανείς… παράφρονα τον Μολιέρο ή τον Λορέντσο ντα Πόντε.
Για να γενικεύσουμε λίγο, και να μη μου πείτε ότι σπατάλησα ολόκληρο άρθρο για να διορθώσω τον καημένο τον Χωμενίδη, τέτοιες «ανασκευές» είναι συχνές τον καιρό του Διαδικτύου. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα με τη φράση «πράσινα άλογα» που τη λέμε για κάτι το παράλογο. Βγήκε κάποτε κάποιος εξυπνάκιας και είπε «Μα, τρελοί είσαστε; Υπάρχουν πράσινα άλογα; Δεν ξέρετε την αρχαία φράση «πράσσειν άλογα», που θα πει ‘φέρομαι παράλογα’;» Βέβαια, όπως έχουμε πει αναλυτικά στο ειδικό άρθρο που έχουμε αφιερώσει στην έκφραση αυτή, τέτοια «αρχαία φράση» δεν παραδίδεται πουθενά στη γραμματεία, ενώ για μια σειρά λόγους είναι μάλλον εύλογο να θεωρείται το πράσινο (ανύπαρκτο) άλογο ως σύμβολο μιας παράλογης κατάστασης -άλλωστε ανάλογες εκφράσεις, με πράσινα άλογα, υπάρχουν και σε άλλες γλώσσες.
Ο άνθρωπος είναι πλάσμα φιλέρευνο, αναζητά εξηγήσεις των φυσικών φαινομένων, θέλει να βρίσκει την αιτία των πραγμάτων και την προέλευσή τους -μαζί και των λέξεων ή των εκφράσεων. Το να δίνεις μιαν εξήγηση διαφορετική από αυτήν που φαίνεται πεζή και εύλογη, είναι ένας τρόπος να ξεχωρίσεις, να τέρψεις το κοινό σου, να τραβήξεις την προσοχή. Το ίδιο ισχύει και όταν προσφέρεις μιαν εξήγηση για μια έκφραση για την προέλευση της οποίας καμιά πειστική θεωρία δεν έχει διατυπωθεί.
Αυτό άλλωστε έκανε κατά κόρον ο μακαρίτης ο Τάκης Νατσούλης, που τις ευφάνταστες εξηγήσεις του τις έχουμε κατ’ επανάληψη ανασκευάσει σε διάφορα άρθρα -έχουμε, μάλιστα, πλάσει και τον όρο «νατσουλισμός» για όποιον πλάθει ανάλογες εξηγήσεις.
Θα κλείσω εξετάζοντας μια τέτοια θεωρία, που υποψιάζομαι, χωρίς να μπορώ να το αποδείξω, ότι είναι νατσουλισμός πρώτης γραμμής.
Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στη Μηχανή του Χρόνου, αλλά μάλλον είναι αναδημοσίευση από το Πειραιόραμα του Στέφανου Μίλεση, υποστηρίζεται ότι η πασίγνωστη έκφραση «έγινε της Πόπης» γεννήθηκε από το πολύνεκρο ναυάγιο του ατμοπλοίου Πόπη, το 1934, πολύ κοντά στον Πειραιά. Όπως γράφει ο κ. Μίλεσης:
Στο άρθρο παρατίθενται εκτενή αποσπάσματα από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής (ένα από τα καλά -αλλά και τα κακά του Διαδικτύου), όμως δεν τεκμηριώνεται πουθενά ότι το ναυάγιο της Πόπης γέννησε την έκφραση. Δικαιούμαστε να πούμε ότι ο συγγραφέας κάνει απλώς αυτή την εικασία, αλλά δεν μας λέει ότι είναι απλώς η εικασία του.
Αυτό το φαινόμενο, της «παράπλευρης τεκμηρίωσης» (ή να την πούμε «παρατεκμηρίωση»;) το βλέπουμε συχνά σε γραπτά ελληνοκεντρικών παραγλωσσολόγων. Για παράδειγμα, εκείνος ο ανεκδιήγητος καθηγητής Θεοφανίδης, ετυμολογούσε το αγγλικό hello από το ομηρικό «ούλε» και για να το τεκμηριώσει παρέθετε φωτογραφίες της σελίδας του Λίντελ Σκοτ με το λήμμα «ούλε», κι όταν του έλεγες ότι λέει ανοησίες σου απαντούσε «ώστε αποκαλείς ανόητο το Λίντελ Σκοτ;». Αλλά κανείς δεν αμφισβήτησε ότι υπήρχε λέξη «ούλε». Τη σχέση μεταξύ ούλε και hello αμφισβητούμε, και αυτήν δεν την τεκμηριώνει το Λίντελ Σκοτ.
Αλλά ας γυρίσουμε στην Πόπη. Όπως είπα και στην αρχή, δεν έχω τη δυνατότητα να αποδείξω ότι είναι σφαλερή η άποψη για προέλευση της έκφρασης «έγινε της Πόπης» από το ναυάγιο της Πόπης. Το ένστικτό μου, με βάση τα τόσα χρόνια που μελετάω τη φρασεολογία μας, με κάνει να θεωρώ σχεδόν απίθανη την εξήγηση, αλλά για να το αποδείξω πέρα από κάθε αμφιβολία θα έπρεπε να βρω χρήση της έκφρασης πριν από το 1934, και δεν έχω βρει τίποτα τέτοιο.
Νομίζω ότι το ναυάγιο αυτό, ένα μόνο από τα πολλά πολύνεκρα που έγιναν στον εικοστόν αιώνα, δεν είναι τόσο βαρυσήμαντο γεγονός ώστε να γέννησε την έκφραση. Υπάρχουν εκφράσεις που έχουν γεννηθεί από ιστορικά γεγονότα, αλλά δεν είναι τόσο πολλές και κυρίως τα γεγονότα είναι πολύ πιο βαρυσήμαντα, πχ «έγινε της Κορέας» από τον πόλεμο της Κορέας, «έγινε Λούης» από τη νίκη του Σπύρου Λούη στους αγώνες του 1896 ή «η σφαγή των Αρμεναίων» από τη γενοκτονία των Αρμενίων. Όλα αυτά τα γεγονότα είναι και σήμερα ζωντανά στη μνήμη μας, σε αντίθεση με το ξεχασμένο ναυάγιο της Πόπης.
Εικάζω ότι αυτό που έγινε, απλώς, είναι ότι ο κ. Μίλεσης, διαβάζοντας για το ναυάγιο της Πόπης, σκέφτηκε, νατσουλικώς, ότι θα μπορούσε να έχει γεννηθεί από εκεί η έκφραση και την υπόθεσή του την παρουσίασε ως βεβαιότητα. (Ο φίλος μας το Σπαθόλουρο, που δυστυχώς δεν γράφει πια εδώ, είχε χαρακτηρίσει «ατάσθαλο» το ιστολόγιο του κ. Μίλεση).
Θα μου πείτε, αφού δυσπιστείς για την παραγωγή του «έγινε της Πόπης» από το ναυάγιο του ατμοπλοίου «Πόπη» έχεις να προτείνεις κάποια πιο πειστική εξήγηση;
Καταρχάς, μπορεί κανείς να έχει επιφυλάξεις για μια θεωρία χωρίς να έχει να προτείνει μια πιο πειστική. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση τυχαίνει να μπορώ να προτείνω μιαν άλλη εξήγηση, που τη βρίσκω πολύ πιο πειστική από το ναυάγιο του 1934.
Η έκφραση «έγινε της Πόπης» είναι συνώνυμη της «έγινε της πουτάνας». Δεν θέλει και πολύ φιλοσοφία για να σκεφτούμε ότι, όπως όταν θέλουμε να κατεβάσουμε κανένα καντήλι με την Παναγία, για να μη μας πούνε βλάσφημους το γυρίζουμε στην Παναχαϊκή Πατρών ή στην… πανακόλα, έτσι και, αντί να πουν κάποιοι το «έγινε της πουτάνας» που θα ενοχλούσε αρκετούς, το έστριψαν αντικαθιστώντας την «πουτάνα» από την «Πόπη», που κάνει και παρήχηση και που είναι ένα όνομα λαϊκό, άρα ευτελές. Τη συσχέτιση των δύο εκφράσεων την κάνει και ο Κάτος, που θεωρεί το «έγινε της Πόπης» παραλλαγή του συνηθέστερου «έγινε της πουτάνας».
Νομίζω ότι αυτή είναι πιθανότερη εξηγηση -αλλά έχει το…. μειονέκτημα ότι δεν σχετίζεται με κάποιο ιστορικό γεγονός που θα μου έδινε τη δυνατότητα να μπαζώσω δυο σελίδες περιγράφοντάς το: εξαντλείται σε μισή παράγραφο και δεν είναι καθόλου συναρπαστική.
‘Ομως πρέπει να μάθουμε να δυσπιστούμε στα συναρπαστικά παραμύθια.
Πηγή: sarantakos.wordpress.com