Δεν υπάρχουν λέξεις που να μπορούν να περιγράψουν τον καλλιτέχνη Δημήτρη Μητροπάνο. Μια γνήσια λαϊκή φωνή που για σχεδόν πενήντα χρόνια τραγουδούσε τους καημούς και τα πάθη του κόσμου που τον λάτρευε και τον αποθέωνε σε κάθε του εμφάνιση. Όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν σε προσωπικό επίπεδο μιλούν για έναν άνθρωπο χαμηλών τόνων, αυθεντικό, αρχοντικό, λιγομίλητο και συντροφικό. Έναν άνθρωπο που τραγουδούσε με την ψυχή του και απογείωνε τον κάθε στίχο του. Οι υπόλοιποι είχαμε την τύχη να τραγουδήσουμε μαζί του στις μεγάλες μας καψούρες, να κλάψουμε μαζί του στα μεγάλα μας ντέρτια και να χορέψουμε μαζί του τη «Ρόζα». Ένα μικρό αφιέρωμα, λοιπόν, στον μεγάλο ΜΑΓΚΑ του λαϊκού τραγουδιού.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Δημήτρης Μητροπάνος γεννήθηκε στις 2 Απριλίου του 1948 στην Αγία Μονή, μία συνοικία έξω από τα Τρίκαλα. Μεγάλωσε με τη μητέρα του και τη μεγαλύτερη αδερφή του. Ο πατέρας του είχε χαθεί στον Εμφύλιο Πόλεμο και μέχρι την ηλικία των 16 ετών, πίστευαν πως είναι νεκρός. Τότε, έλαβαν ένα γράμμα που τους ενημέρωνε πως ο πατέρας του ζει στη Ρουμανία και τελικά κατάφερε να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά από 13 χρόνια. Η οικογένεια τα βγάζει πέρα με δυσκολία. Η μητέρα του φτιάχνει φλοκάτες για να μπορέσει να τους μεγαλώσει, τις οποίες πουλάει στα πανηγύρια και στο τοπικό παζάρι.
Σε μικρή ηλικία ξεκινάει και ο ίδιος να δουλεύει, για να βοηθήσει την οικογένειά του. Πρώτα ως σερβιτόρος στην ταβέρνα του θείου του και στη συνέχεια στις κορδέλες κοπής ξύλων. Αν και καλός μαθητής, ξέρει ότι λόγω των πολιτικών πεποιθήσεων της οικογένειάς του, δε θα μπορέσει να σπουδάσει.
Όπως αναφέρει ο ίδιος στην βιογραφία του:
«Κάπου στα 12-13 με καλούν για πρώτη φορά και εμένα στην ασφάλεια, μου εξηγούν τι ήταν ο πατέρας μου –ακόμα γράφομαι «ορφανός»– ο θείος μου, η οικογένειά μου και μου συστήνουν να… μάθω καμιά τέχνη, γιατί με τέτοιο ιστορικό δεν έχω κανέναν λόγο να πάω στο σχολείο, αφού δεν θα με αφήσουν να σπουδάσω. Aπό ‘κει είναι που μπλέκομαι κι εγώ στο γρανάζι το πολιτικό κι αρχίζω να το ψάχνω. Και ξέρεις… δε χρειάζεται να κάνεις και πολλά… όταν έχεις τη στάμπα ό,τι και να γίνει σ’ εσένα έρχονται…»
Εκείνη την εποχή οργανώνεται στην Νεολαία Λαμπράκη, καθώς είχε πολιτικοποιηθεί νωρίς.
Το 1964 τελειώνει την Γ’ Γυμνασίου και αποφασίζει να κατέβει στην Αθήνα και να ζήσει μαζί με έναν θείο του, ώστε να συνεχίσει εκεί το σχολείο. Μαζί στέλνονται και τα χαρτιά του στην αστυνομία για τις πολιτικές πεποιθήσεις του ίδιου και της οικογένειάς του. Ο ίδιος παραμένει αριστερός μέχρι το τέλος της ζωής του και φανατικός ψηφοφόρος του Κ.Κ.Ε.
Η καριέρα του στη μουσική
Η αρχή γίνεται τραγουδώντας σε μία συγκέντρωση που έκανε η εταιρεία που εργαζόταν ο θείος του, το 1964. Στην εκδήλωση βρίσκεται και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο οποίος τον ακούει και τον πηγαίνει στην δισκογραφική εταιρεία «Κολούμπια». Εκεί ο Τάκης Λαμπρόπουλος του δίνει την ευκαιρία να γνωρίσει τον Γιώργο Ζαμπέτα, με τον οποίο δουλεύει στα «Ξημερώματα». Ο Δημήτρης Μητροπάνος στο πρόσωπο του Ζαμπέτα βρίσκει τον πατέρα που δεν έχει γνωρίσει ποτέ και ταυτόχρονα έναν καλό φίλο, συνεργάτη και δάσκαλο. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Μητροπάνου για τον Γιώργο Ζαμπέτα: «Ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα».
Το 1966 η τύχη «χτυπάει» με τον καλύτερο τρόπο τον Μητροπάνο, όταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος πραγματοποιούσε συναυλίες σε Ελλάδα και Κύπρο, τον παίρνει κοντά του, λόγω ασθένειας ενός συνεργάτη του, να τραγουδήσει αποσπάσματα από τη «Ρωμιοσύνη» και το «Άξιον Έστί». Δουλεύει σε κάποια μαγαζιά της Πλάκας, όπου πλέον τον αναγνωρίζουν από τις συναυλίες που έχει πραγματοποιήσει με τον Θεοδωράκη και στη συνέχεια ξαναγυρίζει στον Ζαμπέτα, όπου και ξεκινάει η δισκογραφική του καριέρα. Η «Κολούμπια» υπογράφει μαζί του συμβόλαιο για ένα χρόνο. Ηχογραφεί μόνο δύο τραγούδια, τα οποία όμως δεν κυκλοφόρησαν ποτέ. Το ένα είναι η «Χαμένη πασχαλιά», το οποίο λογοκρίνει η χούντα.
Ακολουθεί το 1967 η κυκλοφορία του πρώτου του δίσκου (45άρι), που περιέχει το τραγούδι «Θεσσαλονίκη», της αγαπημένης του πόλης, όπως έλεγε ο ίδιος, σε μουσική του Γιώργου Ζαμπέτα και στίχους του Ηλία Ηλιόπουλου.
Ένας από τους πιο σημαντικούς σταθμούς στην επαγγελματική του πορεία, είναι η συνάντησή του, το 1972, με τον Δήμο Μούτση και τον Μάνο Ελευθερίου, οι οποίοι κυκλοφορούν τον δίσκο «Άγιος Φεβρουάριος» με ερμηνευτές τον ίδιο και τον Πετρή Σαλπέα. Ακολουθεί «Ο Δρόμος για τα Κύθηρα» του Γιώργου Κατσαρού και το 1974 κυκλοφορεί ο δεύτερος προσωπικός του δίσκος «Κυρά Ζωή».
Συμμετέχει μαζί με άλλους καλλιτέχνες σε διάφορους δίσκους και το 1976 ηχογραφεί τον τρίτο προσωπικό του δίσκο «Λαϊκά ’76» με τραγούδια των Τάκη Μουσαφίρη και Σπύρου Παπαβασιλείου-Τάκη Οικονόμου. Η συνεργασία μαζί τους συνεχίζεται στους δίσκους «Ερωτικά Λαϊκά» (1977), «Παράπονο» (1979) και «Λαϊκά του Σήμερα» (1980).
Το εύρος της φωνής του Μητροπάνου αναγνωρίζεται μετά από τις συμμετοχές του στους δίσκους του Λάκη Παπαδόπουλου «Έλα Γοριλάκι» (1988) με το τραγούδι «Για να σ’ εκδικηθώ» και του Νίκου Πορτοκάλογλου «Σήκω ψυχή μου, Σήκω χόρεψε» (1991) με το τραγούδι «Κλείνω κι έρχομαι». Ο κόσμος ανακαλύπτει την έννοια του λαϊκού έντεχνου τραγουδιού και ο ίδιος συνεχίζει την πορεία του προς τον έντεχνο δρόμο χωρίς να χάσει ποτέ την αυθεντικότητα του αληθινού λαϊκού καλλιτέχνη.
Συνεργάζεται με τον Μάριο Τόκα στους δίσκους «Η Εθνική μας Μοναξιά» (1992) και «Παρέα μ’έναν Ήλιο» (1994), καθώς και στους δίσκους «Εντελβάις» (1998), «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα» (2002) και «Ήλιος Κόκκινος» (2012).Δημήτρης Μητροπάνος και Θάνος Μικρούτσικος.
Το 1996 συνεργάζεται με τον Θάνο Μικρούτσικο στον δίσκο «Στου αιώνα την παράγκα» σε στίχους των Άλκη Αλκαίου, Κώστα Λαχά, Λίνας Νικολακοπούλου και Γιώργου Κακουλίδη. Ο Μητροπάνος μέσα από αυτήν τη συνεργασία στρέφεται σε πιο «έντεχνες» διαδρομές και αποδεικνύει για άλλη μία φορά το μέγεθος του ταλέντου του.
Τον Δεκέμβριο του 1998 κυκλοφορεί ο δίσκος «Του έρωτα και της φυγής», ο οποίος μεταξύ άλλων περιλαμβάνει τραγούδια των Μιλτιάδη Πασχαλίδη «Πεθαμένες καλησπέρες» και του Μάνου Ξυδούς «Τα Κόκκινα τα Μπλουζ» και «Περίεργο Παιχνίδι».
Οι σπουδαίες συνεργασίες του συνεχίζονται το 2001 στον δίσκο «Στης ψυχής το παρακάτω» με τον μεγάλο καλλιτέχνη Δημήτρη Παπαδημητρίου και το 2005 στο «Πες μου τ’ αληθινά σου» σε μουσική Στέφανου Κορκολή και στίχους των Νίκου Μωραΐτη και Ρεβέκκας Ρούσση.
Το 2008 κυκλοφορεί ο δίσκος «Στη Διαπασών», ο οποίος περιέχει 12 λαϊκά τραγούδια και μια μπλουζ μπαλάντα. Από τα τραγούδια του album ξεχωρίζει το τραγούδι «Μια εκδρομή», το οποίο σηματοδοτεί τη συνεργασία του Μητροπάνου με τον Θεσσαλονικιό τραγουδοποιό και συνθέτη Γιάννη Μηλιώκα, ο οποίος επιστρέφει στην ελληνική δισκογραφία μετά από 8 χρόνια.
Το 2009 κυκλοφορεί ο δίσκος «Τα τραγούδια της ζωής μου», ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας του στο Ηρώδειο και το 2011 ο δίσκος «Εδώ Είμαστε», σε μουσική Σταμάτη Κραουνάκη και στίχους Σταμάτη Κραουνάκη, Λίνας Νικολακοπούλου, Λάκη Λαζόπουλου και ποιήματα του Κωστή Παλαμά.
Το 2012, μετά τον θάνατό του, κυκλοφορεί ο δίσκος «Χωρίς Επίλογο» με πέντε τραγούδια από τον επερχόμενο δίσκο που ετοίμαζε με τον Μίνωα Μάτσα. Ο δίσκος συνοδευόταν από μία μικρή νουβέλα για τη ζωή και την καριέρα του τραγουδιστή από τον Οδυσσέα Ιωάννου. Δύο χρόνια μετά, το 2014 κυκλοφορεί ο δίσκος «Κρυφά» με ζωντανές ανέκδοτες ηχογραφήσεις.
Η προσωπική του ζωή
Ο Δημήτρης Μητροπάνος παντρεύτηκε το 1979 τη Φανή Σταμάτη, κόρη του αείμνηστου Υπουργού Δικαιοσύνης Γιώργου Σταμάτη. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος και ο γάμος έγινε σε κλειστό κύκλο στην Αθήνα. Οι δυο τους έμειναν παντρεμένοι για μια δεκαετία περίπου, δίχως να αποκτήσουν παιδιά. Ο χωρισμός τους έγινε μέσα σε κόσμιο πλαίσιο, με τον ίδιο να διατηρεί πάντοτε άριστες σχέσεις με την πρώην σύζυγό του.
Η δεύτερη σύζυγος του ήταν η Βένια Κοντογιάννη. Τη γνώρισε έξω από το γραφείο του Μάτσα και από εκείνην τη στιγμή άρχισε να τη φλερτάρει, μέχρι που κατάφερε να βγει μαζί της για φαγητό. Της έκανε πρόταση γάμου μετά από ένα ταξίδι του στη Γερμανία και όταν η Βένια το ανακοίνωσε στους γονείς της, είπε στον πατέρα της πως αν δεν παντρευτεί αυτό τον άνθρωπο, δε θα παντρευτεί ποτέ. Ο γάμος έγινε στις 30 Δεκεμβρίου του 1991, μέρα που είχε ρεπό ο ίδιος από το μαγαζί που εμφανιζόταν. Έζησαν μαζί 20 χρόνια, μέχρι και τον θάνατο του και απέκτησαν δύο κόρες, τη Μυρσίνη και την Αναστασία. Ο ίδιος είχε πει: «Aν ήταν να διαλέξω μια μόνο περίοδο από τη ζωή μου, θα ήταν αυτά τα χρόνια».
Η αρρώστια και το τέλος του Δημήτρη
Τα προβλήματα με την υγεία του ξεκίνησαν το 2005, από έναν σταφυλόκοκκο, όπως είχε πει ο ίδιος. Ακολούθησε μια ισχυρή φαρμακευτική αγωγή, η οποία κατέστρεψε τα νεφρά του. Αποσύρεται για τρία χρόνια από τη μουσική σκηνή και μαζί με την οικογένεια του παλεύει με τον θάνατο. Τον Μάϊο του 2008 έρχεται η λύτρωση από την αδερφή του, η οποία αποφασίζει να του χαρίσει το ένα νεφρό της, για να γίνει η μεταμόσχευση. Ταξιδεύουν στο Παρίσι, όπου και γίνεται η επιτυχημένη επέμβαση και γυρίζει πίσω στην Ελλάδα, για να συναντήσει ξανά τη μεγάλη του αγάπη, το τραγούδι. Συνεχίζει τις εμφανίσεις του, αλλά υπάρχουν στιγμές που η κούραση τον εξαντλεί, ο ίδιος όμως δεν το βάζει κάτω.
Πρωί της 17ης Απριλίου του 2012 ξυπνάει με έντονους πόνους στην κοιλιά και η σύζυγός του Βένια τον μεταφέρει σε ιδιωτική κλινική με οξύ διαρροϊκό σύνδρομο και εμετούς. Εκεί εμφάνισε πνευμονικό οίδημα και μεταφέρθηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, όπου και άφησε την τελευταία του πνοή στις 11:00 το πρωί.
Η κηδεία του τελέστηκε στις 19 Απριλίου 2012 στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, ενώ η σορός του βρισκόταν από νωρίς το πρωί στο παρεκκλήσι του νεκροταφείου (Άγιος Λάζαρος), όπου παρευρέθηκαν για έναν τελευταίο αποχαιρετισμό φίλοι, συγγενείς αλλά και χιλιάδες απλού κόσμου. Ήταν 64 ετών.
Θα κλείσουμε αυτό το αφιέρωμα με την απάντησή του σε ερώτηση για την κρίση και τους σωτήρες:
«Όταν τελειώσουν και με τις τελευταίες διαπραγματεύσεις θα γίνει κανονικά η κηδεία της Ελλάδας. Θα μας τα πάρουν όλα. Τα παιδιά θα φύγουν για έξω και… “τέλος μείνανε βουβοί και γεμάτοι οι καφενέδες από γέρους και χαφιέδες που μιλάν για προκοπή”. Αυτοί θα είμαστε».
Πηγές:
https://el.wikipedia.org/wiki/
http://www.fimes.gr
http://www.newsbomb.gr
http://trikkipress.gr/
Πηγή: pancreta