Πριν από μερικούς μήνες κυκλοφόρησαν, από τις εκδόσεις Οξύ, τα πρώτα βιβλία μιας νέας σειράς που έχει τον εύγλωττο τίτλο 33 1/3. Εύγλωττο, διότι καθένα από τα μικρού σχήματος τομίδια της σειράς, με έκταση γύρω στα 10 τυπογραφικά, είναι αφιερωμένο σε έναν σημαντικό δίσκο των 33 στροφών -μεγάλο δίσκο όπως τους λέγαμε τότε. Τα περισσότερα βιβλία της πρώτης αυτής φουρνιάς είναι μεταφρασμένα, αφιερωμένα σε ξένους δίσκους, όμως έχουμε και δύο πρωτότυπα, για ελληνικούς δίσκους, το ένα από τα οποία θα παρουσιάσω σήμερα. Για το άλλο, που είναι το βιβλίο του φίλου Χριστόφορου Κάσδαγλη για το Βρώμικο ψωμί του Σαββόπουλου, επιφυλάσσομαι.
Προτίμησα να ξεκινήσω παρουσιάζοντας το βιβλίο του φίλου Αλέξη Βάκη για τον Μεγάλο Ερωτικό του Μάνου Χατζιδάκι, επειδή σε αυτό το βιβλίο έχω βάλει κι εγώ το χεράκι μου, μ’ ένα μικρό σημείωμα που θα το παραθέσω πιο κάτω, σχετικά με το τραγούδι Κέλομαί σε Γογγύλα.
Ο Βάκης στην εισαγωγή του λέει ότι το Άξιον Εστί του Μίκη Θεοδωράκη και ο Μεγάλος Ερωτικός του Μάνου Χατζιδάκι είναι οι δυο δίσκοι που θα διάλεγε κανείς να πάρει μαζί του αν έμπαινε το παροιμιώδες ερώτημα της καταστροφής του κόσμου ή της εξορίας σε έρημο νησί. Και πράγματι, πολύ συχνά αυτοί οι δυο δίσκοι βρίσκονται στις πρώτες θέσεις διάφορων αξιολογήσεων -ας πούμε, στους 100 ελληνικούς δίσκους του 20ού αιώνα του περιοδικού Δίφωνο, που είχαμε πρόσφατα παρουσιάσει και εδώ. Αλλά νομίζω πως είναι γενικώς αποδεκτό ότι πρόκειται για έναν πολύ σημαντικό ελληνικό δίσκο.
Το βιβλίο του Αλέξη Βάκη είναι διαρθρωμένο σε 11 κεφάλαια συν τα προλογικά και επιλογικά. Η ιδέα του Μεγάλου Ερωτικού γεννήθηκε ενώ ο Χατζιδάκις βρισκόταν στην Αμερική. Κι έτσι το πρώτο κεφάλαιο αποτελεί μια πολύ χρήσιμη υπενθύμιση της περιόδου αυτής στη ζωή του Χατζιδάκι, που διάρκεσε σχεδόν έξι χρόνια. Πήγε στη Νέα Υόρκη στα τέλη του 1966, μαζί με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη, για να προετοιμάσουν το ανέβασμα της παράστασης Ilya Darling, όπου ο Μ.Χ. έγραφε τη μουσική. Επειδή όμως ανέκυψε μια οικονομική διαφορά με την Εφορία, ο συνθέτης έμεινε στη Νέα Υόρκη μέχρι να διευθετηθεί το ζήτημα.
Εκεί γνώρισε τη Φλέρυ Νταντωνάκη, που εμφανιζόταν σε μια παράσταση μιούζικαλ αφιερωμένη στον Ζακ Μπρελ, και εκεί είχε την ιδέα για τον Μεγάλο Ερωτικό, ο οποίος ηχογραφήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1972, δυο μήνες μετά την επιστροφή του Χατζιδάκι στην Ελλάδα, άρα είναι έργο της «αμερικανικής» περιόδου.
Διαβάζω στο βιβλίο του Βάκη ότι το έναυσμα για να γραφτεί όλο το έργο ήταν το ποίημα «Σ’ αγαπώ» της Μυρτιώτισσας. Η Μυρτιώτισσα (Θεώνη Δρακοπούλου) ήταν η μητέρα του εξαιρετικού ηθοποιού Γιώργου Παππά, που δεν είναι πολύ γνωστός σήμερα διότι έπαιζε κυρίως στο θέατρο. Ο Παππάς, στενός φίλος του Χατζιδάκι, πέθανε νέος, 55 χρονών, το 1958. Αργότερα η Μυρτιώτισσα, άρρωστη στο νοσοκομείο, έστειλε στον Χατζιδάκι το ποίημα Σ’ αγαπώ, αφιερωμένο στον γιο της, για να το μελοποιήσει. Εκείνος αμέλησε να την επισκεφτεί και όταν, στην Αμερική πια, διάβασε τον θάνατό της (το 1968) στις ελληνικές εφημερίδες, αισθάνθηκε τύψεις για την αμέλεια και αποφάσισε να κάνει κάτι -και διάλεξε ποιήματα για τον έρωτα απ’ όλη την ιστορία της ελληνικής ποίησης, μαζί και το ποίημα της Μυρτιώτισσας.
Στη συνέχεια του βιβλίου, ο Βάκης εξετάζει την άποψη του Μ.Χ. περί τραγουδιού κι έπειτα αφηγείται την επιστροφή του συνθέτη στην Ελλάδα, τον Ιούλιο του 1972, παραθέτοντας και υλικό από εφημερίδες της εποχής. Τα επόμενα δύο κεφάλαια είναι αφιερωμένα στους δυο ερμηνευτές του έργου, τη Φλέρυ Νταντωνάκη και τον Δημήτρη Ψαριανό, ενώ το έβδομο κεφάλαιο στην ηχογράφηση του δίσκου -με αναμνήσεις του ηχολήπτη Στέλιου Γιαννακόπουλου, ο οποίος, θαλερός, έδωσε το παρών και στην παρουσίαση του βιβλίου φέτος τον Ιούνιο.
Το όγδοο κεφάλαιο αφορά το Κέλομαί σε Γογγύλα (εκεί και το δικό μου σημείωμα) ενώ πολύ ενδιαφέροντα είναι τα επόμενα δύο κεφάλαια, με θέμα την υποδοχή του Μεγάλου Ερωτικού από τον τύπο της Εποχής (μαζί και μια συνέντευξη σε ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, στον Κώστα Ρεσβάνη και στον Ταχυδρόμο το 1973). Σύντομο αλλά μεστό το τελευταίο κεφάλαιο με ανάλυση της μουσικής του έργου, μεταξύ άλλων από τον μαέστρο Μίλτο Λογιάδη.
Από τα παραπάνω νομίζω ότι προκύπτει αβίαστα η αξία του βιβλίου, με τις πληροφορίες που δίνει για το έργο και για την εποχή, ιδίως για όσους από εμάς θυμόμαστε εκείνα τα χρόνια. Και περιμένω να δω κι άλλα τέτοια βιβλία, για άλλα σημαντικά έργα του ελληνικού τραγουδιού -αν και, φυσικά, μετριούνται στα δάχτυλα λίγων χεριών οι δίσκοι που θα άξιζαν ή θα δικαιολογούσαν να τους αφιερωθεί βιβλίο.
Κλείνω με το δικό μου σύντομο σημείωμα:
Κέλομαί σε Γογγύλα
πέφανθι λάβοισα μα
γλακτίναν, σέ δηύτε
πόθος τ’ [έαυτος] αμφιπόταται.
Τάν κάλαν, ά γαρ κατάγωγις αύτα
επτόαισ’ ίδοισαν, έγω δέ χαίρω
καί γάρ αύτα δή
τόδε μέμφεταί σοι Κυπρογένηα.
Ακούμε κάποτε να λέγεται ότι στο αριστουργηματικό αυτό τραγούδι ο Χατζιδάκις έχει μελοποιήσει το απόσπασμα της Σαπφώς διαβάζοντάς το με τη λεγόμενη ερασμική (ή ερασμιακή) προφορά. Και πράγματι, ακούγοντας τη Γογγύλα, αντιλαμβανόμαστε αμέσως ότι κάποιες λέξεις προφέρονται διαφορετικά απ’ ό,τι θα τις διαβάζαμε εμείς σήμερα.
Είναι βεβαίως γνωστό και αποδεδειγμένο ότι, ενώ πολλές νεοελληνικές λέξεις γράφονται ολόιδια όπως και οι αρχαίες (π.χ. βήμα, δώρον), οι αρχαίοι τις πρόφεραν με πολύ διαφορετικό τρόπο.
Ωστόσο, ο Μάνος Χατζιδάκις διαβάζει το κείμενο της Σαπφώς εφαρμόζοντας την ερασμιακή προφορά, αλλά όχι με απόλυτη συνέπεια.
Για παράδειγμα, το «δη» το διαβάζει «δι» όπως και στα νέα ελληνικά, ενώ είναι μάλλον βέβαιο ότι προφερόταν «ντεε». Αλλά και το Υ το διαβάζει Ι (π.χ. στις λέξεις Γογγύλα και Κυπρογένηα) ενώ πρέπει να προφερόταν όπως το γαλλικό u -η σημερινή προφορά μάλιστα επικράτησε μόλις στα ύστερα βυζαντινά χρόνια.
Επομένως, πρόκειται για μια συγκερασμένη ερασμιακή προφορά, κυρίως στους διφθόγγους, οι οποίοι προφέρονται αναλυμένοι, όπως πράγματι υποθέτουμε ότι προφέρονταν (αν και εκεί όχι με απόλυτη συνέπεια, ας πούμε τα ΑΙ τα προφέρει άλλοτε Ε και άλλοτε α-ι).
Επιπλέον, υπάρχει ένα ακόμα πρόβλημα με την εφαρμογή της ερασμιακής προφοράς στους στίχους της Σαπφώς: η ερασμιακή προφορά επιχειρεί να ανασυνθέσει το πώς μιλούσαν οι Αθηναίοι της κλασικής αρχαιότητας. Όμως η Σαπφώ έγραψε στην αιολική διάλεκτο και κατά την αρχαϊκή εποχή, παλιότερα από την κλασική.
Άρα, ανακεφαλαιώνοντας, ο Χατζιδάκις δεν επιχείρησε να ακολουθήσει πιστά τον τρόπο με τον οποίο θα διάβαζε η Σαπφώ τους στίχους της, ούτε καν τον τρόπο με τον οποίο θα τους διάβαζε ένας Αθηναίος της εποχής του Περικλή, αλλά απλώς να δώσει μια πινελιά αρχαιοπρέπειας, διαβάζοντας το αρχαίο κείμενο με τρόπο αισθητά διαφορετικό από των νέων ελληνικών.
Η επιδίωξη περισσότερης αυθεντικότητας θα ήταν πιστεύω μάταιο εγχείρημα, αφού υπάρχουν οι παραπάνω αβεβαιότητες, και θα έκανε τα λόγια του τραγουδιού εντελώς αδιαφανή εμποδίζοντας την πρόσληψή του από το κοινό.
Πρέπει επίσης να έχουμε κατά νου ότι το συγκεκριμένο κείμενο έχει σωθεί ως απόσπασμα και ότι πολλές λέξεις δεν διακρίνονται στον πάπυρο αλλά έχουν ανασυντεθεί από τους φιλολόγους που εξέδωσαν τα παπυρικά αποσπάσματα.
Τώρα που ξαναδιαβάζω το κείμενό μου, σκέφτομαι πως θα μπορούσα να προσθέσω ότι η ιδιότυπη προφορά αυξάνει και την αδιαφάνεια του κειμένου, το κάνει ακόμα λιγότερο κατανοητό. Θα μπορούσα επίσης να βάλω και τη μετάφραση του Ελύτη, ώστε να καταλάβουμε τι ακριβώς λέει το απόσπασμα:
Σε φωνάζω Γογγύλα
Φανερώσου πάλι κοντά μου
Το χιτώνα τον άσπρο σαν το γάλα όταν φοράς,
νά ‘ξερες τους πόθους που σε τριγυρίζουν
όμορφη, και πώς χαίρομαι που δεν είμαι εγώ,
μα η ίδια η Αφροδίτη που σε μαλώνει.
Και μια τελευταία παρατήρηση -εγώ είχα γράψει «Σαπφώς» αλλά η επιμελήτρια του βιβλίου το άλλαξε σε «Σαπφούς». Σχεδόν το περίμενα.
Αλλά ας ξανακούσουμε τον δίσκο:
Πηγή: sarantakos.wordpress.com