Νικόλας Άσιμος (20 Αυγούστου 1949 - 17 Μαρτίου 1988)
«Ο Νικόλας Άσιμος ήταν μια ενοχλητική μύγα στη μύτη του κόσμου» θα γράψουν για εκείνον. Ναι ήταν ενοχλητικός για το σύστημα της εποχής, της κάθε εποχής που θέλει ανθρώπους μαριονέτες.
Βρέθηκε κρεμασμένος σε μια σωλήνα καλοριφέρ του σπιτιού του, που ο ίδιος ονόμαζε «χώρο προετοιμασίας». Μετά τον θάνατο ήρθε και η αναγνώριση, τα αφιερώματα, η υστεροφημία. Μέχρι τότε...; Ήταν ο αλλόκοτος καλλιτέχνης, που τριγυρνούσε στους δρόμους των Εξαρχείων, φόβιζε τον κόσμο και μιλούσε για κάτι Κροκανθρώπους που δύσκολα μπορούσε να κατανοήσει ο μέσος νους. Για του κνίτες της εποχής του Πολυτεχνείου ήταν ο «χαφιές», για τους αναρχικούς ο «συμβιβασμένος», για την αστυνομία ο «επικηρυγμένος». Για τους λίγους δικούς του, ομοϊδεάτες Αγίους των Εξαρχείων, ο ανένταχτος, ο χειμαρρώδης και ο αχαλιναγώγητος.
Ήξερε ότι διαφέρει από τον μέσο άνθρωπο. «Είμαι αυτοεξόριστος, διαφορετικός», είχε εξομολογηθεί. 15 χρονών γράφει τους πρώτους του στίχους. Δεν είχε φίλους, δεν ήταν καλός μαθητής, δεν του άρεσε να ακολουθεί τις επιταγές της κοινωνίας. «Μόνο τον Νίκο που είχα, ήταν σαν να μεγάλωσα δέκα παιδιά», έλεγε η μητέρα του για τον πρωτότοκό της. Αποφασίζει να φοιτήσει στη Φιλοσοφική σχολή του ΑΠΘ, την οποία εγκατέλειψε λίγο πριν πάρει το πτυχίο του. Εκεί στο υπόγειο της σχολής σε ηλικία μόλις 21 ετών, οργανώνει τη δική του «απαγορευμένη» θεατρική ομάδα. Εκείνος ήθελε να παίξει και να σκηνοθετήσει, η αστυνομία να τη διαλύσει. Τελικά συνέβη το δεύτερο...
Μέσα από τα τραγούδια του γύρευε «ανυπότακτες ματιές». Έγραφε στίχους από εκείνους που βάλλουν εναντίον του κατεστημένου. Ηχογραφούσε τα τραγούδια του σε «απαγορευμένες κασέτες», όπως ο ίδιος τις είχε ονομάσει, κάπνιζοντας άφιλτρα τσιγάρα και πίνοντας κονιάκ.
Ήταν ένας επαναστάτης που ήθελε να αλλάξει όλον τον κόσμο, την ίδια στιγμή που αδυνατούσε να σώσει τον εαυτό του. Την περίοδο της Χούντας μπαινόβγαινε στις φυλακές. Λίγο αργότερα γράφει το βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκάνθρωπους», το οποίο μοιράζει ο ίδιος στους περαστικούς σε φωτοτυπημένα αντίγραφα. Έμενε στην οδό Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια μέσα σε ένα ψιλικατζίδικο που είχε φτιάξει. Το 1987 κατηγορείται για τον βιασμό μίας κοπέλας και οδηγείται στο ψυχιατρείο. Υποβάλλεται σε ηλεκτροσόκ. Τα μισούσε τα «τρελάδικα». Έτσι τα ονόμαζε. «Τον πλανήτη προσπαθώ να ελευθερώσω. Να διαλύσω όλες τις πολεμικές βιομηχανίες, να γκρεμίσω τα τρελάδικα και να κάνω τις εκκλησίες μαγειρεία», δηλώνει μόλις βγει από την κλινική.
Του κόλλησαν την ταμπέλα του «τρελού», του «ψυχάκια», του «γραφικού». Εγωιστή και μισογύνη τον χαρακτήριζαν, όσοι είχαν ζήσει μαζί του. Αλλά με βαθιά αίσθηση της ελευθερίας. Ιδεολογικά ήταν κατά του μιλιταρισμού. Του άρεσε επίσης να βασανίζει γάτες. Δήλωνε άθεος. (μετά από δική του προτροπή η ταυτότητά του στο μέρος της θρησκείας ανέγραφε: "Άνευ Θρησκεύματος»). Δεν έμαθε ποτέ να οδηγεί. «Διαμέσου της ακινησίας ταξιδεύεις παντού» είχε πει μια μέρα, καθισμένος στη μέση ενός δρόμου. Έκανε συνολικά δύο απόπειρες αυτοκτονίας. Η τρίτη, ήταν και η μοιραία.
Χαρακτηριστική του ατίθασου χαρακτήρα του, της μαχητικότητας που τον διέκρινε και των απόψεων του περί ισότητας και ελευθερίας, η φράση του: «Όταν άκουσα τον Παπαδόπουλο να λέει “θα πατάξωμεν την αναρχία” αποφάσισα να γίνω η αναρχία που δεν πατάσσεται ποτέ. Γιατί η αναρχία είναι η αρχή του τέλους και το τέλος της αρχής, και δεν είναι ουτοπία». Ο Στέλιος Καζαντζίδης του αφιέρωσε κάποια στιγμή το τραγούδι «ο φίλος μας» και δηλώσε: «Το τραγούδι αυτό, είναι αφιερωμένο στον Νικόλα Άσιμο. Τον καλλιτέχνη και άνθρωπο που έζησε και αμφισβήτησε με συνέπεια και πίστη αυτόν τον κόσμο της βαρβαρότητας».
Όλη του τη ζωή -αυτή τη σύντομη- βίωσε έναν ακήρυχτο πόλεμο που τον οδήγησε στο περιθώριο. Θύμα ή θύτης; Το σίγουρο είναι πως τον αντιμετώπιζαν ως τον παρανοϊκό των δρόμων. Ακόμη όμως και «το παραλήρημα κάτι θέλει να πει...», είχε πει κάποτε ένας κορυφαίος ψυχίατρος. Τον άκουσε κανείς...; Ήταν το σύστημα ή η τρέλα του που τον οδήγησαν στην αυτοχειρία; Πλήρωσε τον δονκιχωτισμό του με την ίδια του τη ζωή; Τι θα έκανε σήμερα αν ζούσε; Θα άντεχε το... λίγο του κόσμου; Και άλλο ένα ερώτημα που δεν θα απαντηθεί ποτέ. Εκεί ψηλά λέτε να βρήκε τελικά τους Κροκανθρώπους του...; Αυτοί θα τον καταλάβαιναν, θα τον αγκάλιαζαν με θέρμη και θα σιγοτραγουδούσαν μαζί του τον «μπαγάσα»...
Πηγή: pancreta.gr