Α, ρε Γιάννη, πας κι εσύ! Πέθανες! Το έγραψαν οι εφημερίδες, το είπαν οι τηλεοράσεις και τα ράδια. Πάω κι εγώ. Εγώ όμως πέθανα πριν από 40 τόσα χρόνια. Για την ακρίβεια δεν πέθανα. Έζησα μισή. Απατεώνα Γιάννη! Πάντα λιποτάκτης ήσουνα. Ο πιο μεγάλος λιποτάκτης μέσα στους λιποτάκτες. Θα μου πεις, πώς ήμουν λιποτάκτης, εγώ που ποτέ δε δείλιασα; Πώς ήμουν λιποτάκτης, εγώ που κυνηγήθηκα, εξορίστηκα, αντιστάθηκα; Όχι Γιάννη, δεν λιποτάκτησες από τους αγώνες. Αυτό το ξέρουν όλοι. Από μένα λιποτάκτησες. Και αυτό το ξέρω μόνον εγώ.
Θυμάσαι Γιάννη το 1952; Το Κατινιώ το θυμάσαι; Ή ξέχασες και τ’ όνομά μου Γιάννη; Το Κατινιώ που βάλθηκες να του μάθεις σκάκι σ’ ένα προσφυγοχώρι έξω από τα Χανιά. Όταν έλειπαν, Γιάννη, οι γονείς σου, στη μοναδική κάμαρα του σπιτιού σου έβαζες εμένα για να μου μάθεις σκάκι. Και τότε, το ασήμαντο Κατινιώ γινόταν το σπουδαιότερο κομμάτι της πλάσης. Τι το ήθελα εγώ το σκάκι; Μαγεμένη κοιτούσα τη σκακιέρα. Μαγεμένη κοιτούσα κι εσένα. Με κοιτούσες κι εσύ και νόμιζα ότι ήμουν η λευκή ντάμα στην παρτίδα της ζωής. Τελικά δεν ήμουν παρά ένα πιόνι. Ένα πιόνι μαύρο που όλες τις κινήσεις έμελλε να τις παίξει φορσέ που λένε και στο σκάκι, αναγκαστικές. Μπήκε ο αδελφός σου, ο Μίκης, μια μέρα και έμεινε έκπληκτος: «Σκάκι παίζετε, ρε Γιάννη»; Φαντάρος ο Μίκης τότε ταλαιπωρημένος και πολυβασανισμένος. Ζούσε στο φρύδι του γκρεμού, άκουγε μόνο την κλαγγή των όπλων, πού να καταλάβει από ιδιαίτερα μαθήματα σκάκι… Δεν είχε κι άδικο βέβαια. Άλλωστε, να τα λέμε κι αυτά, σε κείνους τους δύσκολους καιρούς είχε την ευαισθησία να καταλάβει τις αφράτες αυγές που γνωρίσαμε την σκληρή εκείνη εποχή.
Αφράτη αυγή, σαν το ξημέρωμα της νιότης μας. Τσεκουριά στην πλάτη, σαν τις απογοητεύσεις μας. Τότε Γιάννη εσύ τα έκανες όλα ποιήματα: Την καπνιά από τις καμινάδες, τον ατμό που μας «σκέπαζε τον ερωτά μας». Άλλα καταλάβαινα, άλλα όχι. Θα σου εξομολογηθώ όμως κάτι. Κάθε νύχτα που πέφτει απόλυτη γαλήνη, 40 χρόνια τώρα, βλέπω τα ρούχα μου στην κρεμάστρα και τα νομίζω σφαχτάρια. Έτσι δεν έγραφες στο ποίημα; Και κάθε φορά νιώθω τα πιο αντιφατικά συναισθήματα: Ενοχή για τον παράνομο έρωτα, πόθο για τον έρωτα της νιότης μας. Όλα μέσα μου, όλα στο μυαλό μου. Γιατί σε ποιον να το πεις; Πού να εξομολογηθείς τα ανομολόγητα; Αυτά δεν λέγονται Γιάννη, δεν τα ξεστομίζει κανείς. Μόνο γράφονται σε ποιήματα. Ποιήματα για δακρυσμένα μάτια, για όνειρα κομμάτια…
Γιατί, Γιάννη, εσύ γρήγορα λιποτάκτησες. Δε σε αδικώ, σε κυνηγήσανε θεοί και δαίμονες. Για μένα όμως λιποτάκτησες. Κι έμεινα στο χωριό μόνη. Με τη ρετσινιά της «Βουλγάρας», εγώ, το τουρκάκι. Με τη ρετσινιά της ξεσκολισμένης γκόμενας του κομμουνιστή, εγώ, που χαμήλωνα τα μάτια ακόμη και σε σερνικούς γάτους. Και τότε χάθηκα, Γιάννη. Εσύ πήρες τους δρόμους, αλλά εμένα οι δρόμοι μ’ έδεσαν για πάντα. Εσύ είχες εμένα για πάντα, αλλά εγώ δεν είχα –πια– τα φτερά. Κι αν το λιμάνι ήταν μικρό, εσύ βρήκες το πλοίο της φυγής. Η Κατίνα έμεινε πίσω. Η νύχτα έπεσε, έγραφες Γιάννη. Είχες δίκιο. Τα παράθυρα κλείσαν, οι δρόμοι (το ήξερες Γιάννη;) για πάντα χαθήκαν. Όχι τότε που έγραφες τα στιχάκια, αλλά τότε που έφυγες από την όμορφη πόλη.
Πέρασαν κάμποσα χρόνια και ήμουν πάντα μόνη. Μόνη και φοβισμένη. Τα δικά σου τα ψιλοξέρω. Εξορίες, σπουδές, ταλαιπωρίες, αλλά και μαχητική δημοσιογραφία. Με χίλιες προφυλάξεις ξεφύλλιζα την Αυγή στο περίπτερο. Όχι ότι προλάβαινα να διαβάσω, θα με έπαιρνε χαμπάρι ο περιπτεράς, ο ασφαλίτης. Ίσα που διάβαζα το όνομά σου στην υπογραφή. Έκανες όμως και οικογένεια. Το έμαθα από τη γειτονιά. Το έμαθα και η καπνιά κρεμάστηκε πάλι μες στο παράθυρό μου. Θα μου πεις τι περίμενα; Αυτό κάποτε θα γινόταν. Την προσφυγοπούλα θα περίμενες; Αυτή πάει, έγινε στιχάκι. Αυτό που δεν περίμενα όμως είναι ότι ο αθεόφοβος ο αδελφός σου θα γραμμοφωνούσε τα ποιήματα το 1960. Αυτό που όλος ο κόσμος της Αριστεράς θεώρησε μια μουσική ανάσα, μια δροσιά από νότες, εγώ το βίωσα ως δημόσια διαπόμπευση. Γιατί βρε θεοκούζουλε έγραψες το όνομά μου; Άκου «κι είχα εσένα Κατινιώ». Πότε με είχες, Γιάννη; Το 1952; Κι εγώ τι έφταιγα 8 χρόνια μετά να μην μπορώ να κυκλοφορήσω; Όχι ότι σκοτιζόταν και κανένας, αλλά εγώ νόμιζα πια ότι όλοι με κοίταζαν, όλοι με σχολίαζαν.
Τότε εμφανίστηκε «μια κάποια λύσις», που λέει κι ο Καβάφης. Ο χωροφύλακας από την Ηγουμενίτσα, μεγαλωπός κι αυτός στα χρόνια, με είδε, του γυάλισα, με ζήτησε από τον πατέρα μου. Λίγο πριν το ράφι. Στα 33 μου, Γιάννη. Ωραία ηλικία για έναν άντρα σαν κι εσένα στην Αθήνα. Στα καλύτερά σου, Γιάννη. Όμως για μια κοπέλα σε χωριό το 1960 ήταν το «παρά πέντε» που λένε. Στεφανώθηκα και τον ακολούθησα στην Ηγουμενίτσα. Ένα χωριό τότε. Έχασα για πάντα την όμορφη πόλη, τις φωνές, τις μουσικές. Έχασα για πάντα τους απέραντους δρόμους, τις κλεμμένες ματιές. Κλείστηκα στους τέσσερις τοίχους. Η χωροφυλακίστικη στολή και ο ξενιτεμός ξέπλυναν το στίγμα της κουμμούνας. Να σου πω την αλήθεια στάθηκα και κάπου τυχερή. Μεγαλοκοπέλα για κείνη την εποχή, ξετέλεψα την εγκυμοσύνη μου και έκανα τον γιο μου… Γιάννη, στον τάφο που είσαι, κρατάς μυστικά; Τον γιο μου τον έβγαλα Γιάννη. Για το χατίρι σου. Στον άντρα μου είπα ότι το παιδί τό ‘χα ταμένο τ’ Αγιαννιού. Ψέματα! Εσένα σκεφτόμουνα και, να, σκέφτηκα να υπάρχει κάτι δικό σου στο σπίτι. Ξένη στην μικρή πολιτεία, ξένη στο ίδιο μου το σπίτι, ξένη και στο κρεβάτι. Κάθε αυγή μια τσεκουριά στην πλάτη.
Άτιμε Γιάννη! Πέθανες, ρε μπαγάσα! Πάλι λιποτάκτησες. Κι έμεινα να ακούω τους «Λιποτάκτες» για χιλιοστή φορά. Ακούω τους «Λιποτάκτες» και πίνω κονιάκ για το συχώριο σου. Ήπια κιόλας τρία, αλλά ακόμη δεν μέθυσα, δεν έχασα το μυαλό μου. Χαμένη ήμουν πάντα. Κι εγώ η χαμένη, το τίποτα στη μέση του πουθενά, εγώ που τίποτε δεν έχω δικό μου, ξέρω πως έχω κάνει δυο σπουδαία πράγματα στη ζωή μου: Έναν γιο, τον Γιάννη, και μια χούφτα ποιήματα, τους Λιποτάκτες. Δεν τρελάθηκα Γιάννη, ξέρω, τα ποιήματα τα έγραψες εσύ. Ξέρω όμως, μην το αρνηθείς, ότι έβαλα κι εγώ το χεράκι μου, ή μάλλον την καρδούλα μου! Άντε Γιάννη, καλό ταξίδι! Και να ξέρεις ότι «δεν ήσουν πάντα μόνος». Ποτέ! Απλώς χάσαμε μερικές παρτίδες σκάκι. Τα κομμάτια όμως θα στηθούν και πάλι στη σκακιέρα. Εμείς θα βρεθούμε πάλι αντάμα. Θα λιποτακτήσουμε μαζί. Στους μεγάλους δρόμους, κάτω απ’ τις αφίσες. Ξανά!
Σημείωση: Ο μονόλογος απλώς εμπνέεται από το ποίημα «Αυγή αφράτη» και τα άλλα τρία ποιήματα («Χάθηκα», «Όμορφη πόλη» και «Δακρυσμένα μάτια») του Γιάννη Θεοδωράκη που μελοποιήθηκαν από τον αδελφό του Μίκη υπό τον τίτλο «Λιποτάκτες». Κατά μία μαρτυρία του Μίκη Θεοδωράκη, η αναφερόμενη Κατινιώ στο ποίημα «Χάθηκα» ήταν ένα πραγματικό πρόσωπο (βλ. το κείμενο του Χρήστου Τσαντή «Μαθήματα σκάκι! Ο Γιάννης Θεοδωράκης και το πατρικό σπίτι του Μίκη στην όμορφη πόλη»), όμως όλη η εξιστόρηση για τη ζωή της είναι απλώς μυθοπλασία. Ο συγγραφέας τίποτε δεν γνωρίζει για την πραγματική της ζωή και οποιαδήποτε ομοιότητα αποτελεί σύμπτωση.
ΛΙΠΟΤΑΚΤΕΣ
Όμορφη Πόλη
Όμορφη πόλη φωνές μουσικές
απέραντοι δρόμοι κλεμμένες ματιές
ο ήλιος χρυσίζει χέρια σπαρμένα
βουνά και γιαπιά πελάγη απλωμένα
Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου
Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα
τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου
Η νύχτα έφτασε τα παράθυρα κλείσαν
η νύχτα έπεσε οι δρόμοι χαθήκαν
Αυγή Αφράτη
Αυγή αφράτη, τσεκουριά στην πλάτη
απ’ τις καμινάδες ξέφυγε η καπνιά
και κρεμάστηκε μεσ’ στα παράθυρα μας
Σκέπασε ατμός, ατμός τον ερωτά μας
Η νύχτα απόλυτη γαλήνη
στα κρεμαστάρια σφαχτάρια τα ρούχα μας
Δακρυσμένα μάτια
Δακρυσμένα μάτια νυσταγμένοι κήποι
όνειρα κομμάτια ας ήτανε να ζω
στους μεγάλους δρόμους κάτω απ’ τις αφίσες
στα χιλιάδες χρώματα ας ήταν να βρεθώ
Να ‘ταν η καρδιά μου λαμπερό αστέρι
να ‘ταν η ματιά μου δίκοπο μαχαίρι
αστραφτερό σπαθί μες το μεσημέρι
αστραφτερό σπαθί μες το μεσημέρι
Χάθηκα
Χάθηκα,
Μέσα στους δρόμους που μ’ έδεσαν για πάντα
Μαζί με τα σοκάκια, μαζί με τα λιμάνια
Χάθηκα,
Γιατί δεν είχα τα φτερά και είχα εσένα Κατινιώ
Γιατ’ είχα όνειρα πολλά
Και το λιμάνι,
και το λιμάνι είναι μικρό
Γιατ’ ήμουν πάντα μόνος
Και θα ‘μαι πάντα μόνος.
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στον συλλογικό τόμο «Γυναίκα», εκδόσεις Ραδάμανθυς, 2019.
Πηγή: pancreta.gr