«Η τέχνη η ίδια είναι έντεχνη» — Νίκος Μαμαγκάκης - Ειδήσεις Pancreta

Νίκος Μαμαγκάκης (3 Μαρτίου 1929 - 24 Ιουλίου 2013)

Στα 84 χρόνια που έζησε, ασχολήθηκε με όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής με μεγάλη επιτυχία. Και ενώ κάποια από τα τραγούδια του είναι συχνά στα χείλη μας, βρέθηκε αρκετές φορές στο περιθώριο της μουσικής σκηνής της χώρας μας.

nikos-mamagkakis

Γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου το 1929 στο Ρέθυμνο. Παππούς του, ο θρυλικός λυράρης Ανδρέας Ροδινός. Ο ίδιος λέει για τον παππού του:

«Η μητέρα του Ροδινού ήταν αδελφή του παππού μου. Ο Ροδινός πέθανε μόλις 22 ετών από φυματίωση έχοντας αγκαλιά τη θήκη με τις 2 λύρες του. Η ανάμνηση της τέχνης του μένει ακόμα ζωντανή και πολλοί σύγχρονοι ή μεταγενέστεροι ομότεχνοί του είτε τον μνημονεύουν στα τραγούδια τους είτε έχουν γράψει τραγούδια ειδικά γι’ αυτόν κι όλα αυτά, με 4 και μόνο οργανικούς σκοπούς που τον έπεισαν να ηχογραφήσει ετοιμοθάνατος (τυλιγμένος σε κουβέρτα γιατί «ψηνόταν από τον πυρετό»…) και αναβιώνουν στους LP δίσκους. Η ευαισθησία, το ταλέντο, η άρτια άρθρωση και το φοβερό του «τρέμουλο» επηρέασαν έκτοτε την τέχνη πολλών ομοτέχνων…»

Ξεκίνησε τις σπουδές του από το Ωδείο Αθηνών και από το 1957 μαθήτευσε στην Ανώτατη Μουσική Σχολή του Μονάχου δίπλα στους Καρλ Ορφ και Γκέντσμερ. Επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα το 1965.

Έγραψε όλα τα είδη μουσικής: μουσική για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, όπερες, μουσική δωματίου, ηλεκτρονική μουσική, έργα για ορχήστρα, κύκλους τραγουδιών και άλλα.

Ο Νίκος Μαμαγκάκης «εισέβαλε» στη σύνθεση με όραμα την ανανέωση του ηχοχρώματος και την εφαρμογή δομικών και ρυθμικών σχέσεων βασισμένων σε αριθμητικές αναλογίες ολικού σειραϊσμού (κατά τα θέσφατα του Ντάρμστατ), αλλά και με πλούσιες «μνήμες» από τη δημοτική μουσική (κυρίως την κρητική). Έτσι, αφενός σε διάφορες συνθέσεις του μεταχειρίστηκε λαϊκά όργανα (κρητική λύρα, σαντούρι κ.λπ.), αφετέρου σε άλλες δημιουργίες του κατάφερε, χωρίς τη χρήση αυτών των οργάνων, να ανακαλεί χαρακτηριστικό «χρώμα», επηρεασμένο από την ηχητικότητα τους. Κινούμενος ενίοτε γύρω από μια νότα, πέτυχε σε ορισμένες περιπτώσεις να συν-θέσει πολύ εύστοχα την ελλ. δημοτική μουσική με τη μουσική της Αναγέννησης και τους σύγχρονους πρωτοποριακούς ήχους (ιδίως στα «κρητικά» έργα του) και μ’ αυτό τον τρόπο, να παρουσιάσει μια ιδιοσύστατη υπερμοντέρνα μανιέρα.

Αποσπάσματα συνέντευξης του Νίκου Μαμαγκάκη, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εποχή, τον Ιούνιο του 2010

Υπήρξαν περιπτώσεις μουσικών μου που λατρεύτηκαν, όπως οι κινηματογραφικές μου μουσικές. Η Δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά λένε ότι είναι η πιο εμπορική, αλλά μπορεί να είναι και Η αρχόντισσα και ο αλήτης ή οι ταινίες του Νίκου Περάκη. Η μουσική αυτή βρήκε το στόχο της, αγαπήθηκε, τραγουδήθηκε. Σε παραπέμπω σε επιτυχίες όπως τα «Σ’ αγαπώ σ’ αγαπώ», «Σκληρό μου αγόρι», «Η αγάπη θέλει δύο» κ.α. Από την άλλη μεριά, έχω γράψει πολύ πειραματικά έργα και είμαι από τους πρώτους στον κόσμο που έγραψαν ηλεκτρονική μουσική, από το 1957. Τα έργα μου της avant-garde βρήκαν την απήχηση που έπρεπε, παίχτηκαν από μεγάλες ορχήστρες. Το τραγούδι δεν το ευτέλισα, έγραψα τραγούδια ελαφρά επειδή αυτό υπαγορευόταν από τις ανάγκες του σινεμά, αλλά έγραψα και αυτά που ήθελα. Πίστεψέ με, είχα ευχέρεια στη μουσική, θα μπορούσα σήμερα να είμαι ζάπλουτος. Δεν επεδίωξα να γίνω. Υπάρχουν τραγουδοποιοί που δεν πήγαν το τραγούδι ούτε μισό βήμα παραπέρα και έβγαλαν τρομακτικά χρήματα. 

Αλλά αυτοί που ευθύνονται πιο πολύ για την παρακμή του ελληνικού τραγουδιού είναι κάποιοι μεγάλοι τραγουδιστάδες που καλλιεργούν ένα είδος γλειμμένης καραμέλας. Αυτοί έχουν ευτελίσει το είδος. Οι τραγουδιστές πάντα είχαν ένα είδος δύναμης μέσα στις εταιρείες και προέβαλλαν αυτά που ήθελαν. Όμως, δεν εμπόδισαν τον Χατζιδάκι να γράψει το Μεγάλο Ερωτικό, ούτε εμένα να γράψω τον Ερωτόκριτο. Τώρα όμως εμποδίζουν. Και βλέπεις μεγάλους τραγουδιστές να προωθούν πραγματικά σκουπίδια χωρίς τέχνη. Σκουπίδια που εκτείνονται σε μία έβδομη, από το ντο μέχρι το σι μπεμόλ. Έχουν μία αρμονική φαρέτρα τονική-δεσπόζουσα-υποδεσπόζουσα, ό,τι πιο πρωτόγονο υπάρχει. Οι στίχοι είναι όλο υπονοούμενα και πρέπει να λέγονται από γυμνά, ρόδινα μέλη, και παρουσιάζονται με ένα ύφος που απέχει μία τρίχα μόνο από το πορνό. Μία δόση μπανάλ χρειάζεται, αλλά αν χαλάσουν οι δόσεις, χαλάει το κέικ.

Είπατε ότι δεν βλέπετε τέχνη στα σημερινά σκουπίδια. Τότε γιατί το λέμε «έντεχνο» το τραγούδι σήμερα;

Δεν υπάρχει έντεχνο. Η τέχνη η ίδια είναι έντεχνη. Ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν ήξερε νότες, ήταν ένας λαϊκός βάρδος, αλλά ήταν και ένας μάστορας της μελωδίας. Τα εργαλεία του τα κατείχε από στήθους και για να γράψει ένα κομμάτι τυραννιόταν περισσότερο από μένα τον σπουδαγμένο. Όλα αυτά που υπάγονται στην τέχνη και πραγματεύονται τη δημιουργία καλλιτεχνημάτων όχι μόνο προς τέρψη αλλά και προς λύτρωση της ανθρώπινης ψυχής χρειάζονται μόχθο και κόλπα έντεχνα για να γίνουν. Δεν κάθεται σε μία νύχτα ο λαϊκός βάρδος να εμπνευστεί το αριστούργημα. «Έξι μήνες μου πήρε η Συννεφιασμένη Κυριακή, μάτωσαν τα χέρια μου», μου έλεγε ο Τσιτσάνης. Σαν ετικέτες μπορούν να υπάρχουν, «έντεχνα», «λαϊκά», «δημώδη»· τραγούδια είναι όλα. Με τα σημερινά μέσα, μπορεί ένας μη ταλαντούχος να ξεγελάσει κάποιο κόσμο για ορισμένο χρόνο. Δεν μπορεί να ξεγελάσει πολύ κόσμο για πολύ χρόνο.

Νοιώθω όμως ότι κι εσείς οι συνθέτες έχετε μία ευθύνη. Διαβάζοντας τη βιογραφία σας, είδα πίκρα και θυμό απέναντι σε άλλους συνθέτες, οι οποίοι όλοι μαζί φτιάξατε το νέο ελληνικό τραγούδι. Αλλά και ευρύτερα, βλέπω διχογνωμίες, αντιθέσεις, αντιφάσεις.

Εγώ με κανέναν συνθέτη δεν έχω τίποτα. Εγώ αγάπησα και μ’ αγαπήσανε όλοι οι σπουδαίοι και ταλαντούχοι. Αλλά δεν μπορώ να δεχθώ τους ατάλαντους, αυτούς τους καταργώ. Φίλος μου αδερφικός ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Φίλος μου είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. Φίλος μου ήταν ο Γιάννης Ξενάκης, ο Γιάννης Χρήστου. Φίλος μου ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μπαγιαντέρας, ο Κώστας Καπλάνης…

Κυριότερα έργα

(Από το: Τάκης ΚαλογερόπουλοςΛεξικό της Ελληνικής μουσικής, εκδόσεις Γιαλλελή, 2001)

«Μουσική για 4 πρωταγωνιστές, για 4 φωνές και 10 όργανα» (σε κείμενο Καζαντζάκη, 1959-1960), «Κατασκευές» (για φλάουτο και κρουστά, 1960), «Συνδυασμοί» (για σολιστ κρουστών και ορχ., 1961), «Γλωσσικά σύμβολα» (για υψίφωνο, βαθύφωνο και ορχ., 1961-62), «Ανταγωνισμοί» (για τσέλο και σολίστ κρουστών, 1963-64), «Μονόλογος της Κασσάνδρας» (από τον Αισχύλο, για υψίφωνο, φλάουτο, κόρνο, τούμπα, άρπα και κρουστά, 1963), «Ερωτόκριτος 1» (κατά Κορνάρο, για 2 αντρικές και μία γυναικεία φωνή, κρητική λύρα, τσέλο, κοντραμπάσο, λαούτο και τσέμπαλο, 1964), «Ερωτόκριτος 2» (για μικρή ή μεγάλη ορχ., 1965), «Πλούτος» (λαϊκή όπερα, 1965), «Τριττύς» (για κιθάρα, σαντούρι, κρουστά και 2 κοντραμπάσα, 1966), «Αρκάδι» (σουίτα για φωνή και 7 όργανα, 1966), «Θέαμα-ακρόαμα» (για υψίφωνο, ηθοποιό, χορευτή, ζωγράφο, βιόλα, κιθάρα, κοντραμπάσο, κόρνο, τρομπόνι και 2 κρουστά, 1967), «Σενάριο για δύο αυτοσχέδιους τεχνοκρίτες» (για ενόργανο σύνολο, ταινία και σκηνική δράση, 1968), «Τετρακτύς» (για κουαρτέτο εγχ. 1968), «Βάκχες» (ηλεκτρ. μουσική μπαλέτου κατά Ευριπίδη, 1969), «Ελεγεία» και «Περίληψη» (σόλο φλάουτο, 1968-1970), «Παράσταση» (για φλάουτο, φωνή και σκηνική δράση, 1969), «Μπολιβάρ» (λαϊκή καντάτα από τον Εγγονόπουλο, για αντρική φωνή, μικτή χορωδία και ορχ., 1969), «Βάκχες» (ηλεκτρ. μπαλέτο, 1969), «Άσκηση» (τσέλο, 1969-70), «Αναρχία» (για κρουστά και ορχ., ανάθεση του Φεστιβάλ Ντόναουέσσιγκεν, 1970), «Ερωφίλη» (μουσικό δράμα σε 2 μέρη από το έργο του Χορτάτζη, για αφηγητή, 4 τραγουδιστές, χορωδία και ορχ. 1970), «Άσκησις» (για τσέλο σόλο, 1969-1970), «Πένθιμα» (για κιθάρα, ανάθεση της 4ης Ελλ. Εβδομάδας Σύγχρονης Μουσικής, 1970-1971), «Αγωνιστές της Λευτεριάς 1821» (τραγούδια σε κείμενα Σεφέρη, Πρεβελάκη και Ιατρόπουλου, 1971), «Αναρχία» (για σολίστ κρουστών και μεγάλη ορχ., 1971), «Κυκεών» (για 10 όργανα, ανάθεση του Φεστιβάλ Ολυμπιακών Αγώνων Μονάχου, 1972), «11 λαϊκά τραγούδια» (σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, για 2 φωνές σόλο, μικτή χορωδία και ορχ., 1972), «Οδύσσεια» (σύγχρονη όπερα στο ομώνυμο έργο του Καζαντζάκη, 1975), «Μουσική για πιάνο και μικρή ορχ.» (1977), «Μαγωδία» (για βαρύτονο και 8 όργανα, 1977), «Εγκώμιο στο Νίκο Σκαλκώτα» (κλαρινέτο, 1979), «Sine nobilitate» («Snob», κουαρτέτο εγχ., 1981-90), «Ερωτόκριτος και Αρετούσα» (όπερα κατά Κορνάρο. Ηράκλειο, Αθήνα, 1985), «Χροές» (Ι: για κιθάρα, 1986, ΙΙ: για βιολί και κιθάρα, 1989, ΙΙΙ: για φλάουτο και κιθάρα, 1988, ΙV: για βιολί και άρπα, 1992), «Πνοές» (για φλάουτο, 1989-90), 9 Κοντσέρτα (1990-93) για σόλο όργανα και ορχ. (1. για κιθάρα, 2. για τσέλο, 3. για βιόλα, 4. για μαντολίνο, μαρίμπα και έγχορδα, 5. για σαξόφωνο, 6. για κοντραμπάσο, 7. για τρομπόνι, 8. για πιάνο, 9. για 2 πιάνα). Ο Μαμαγκάκης, κατά τη «Μπριτάνικα», έγραψε πρόσφατα τη μουσική για μεγάλα τηλεοπτικά σήριαλ, π.χ.»Felix Krull» (διάρκεια 6 ώρες), «Heimat» («Πατρίδα», του Edgar Reitz, διάρκεια 18 ώρες), «Heimat 2» (του ίδιου σκηνοθέτη, διάρκεια 26 ώρες). Το σενάριο του έργου με θέμα από τη σύγχρονη μουσική οδήγησε στη σύνθεση πολλών μεγάλων πρωτοποριακών έργων (κοντσέρτα, συμφωνίες, χορωδιακά, μουσική δωματίου, σολιστικά έργα), τα οποία γράφτηκαν με τη βοήθεια μεγάλης ψηφιακής εγκατάστασης Η/Υ που επέτρεψε την άμεση σύνθεση, την εκτύπωση του υλικού (παρτιτούρα, πάρτες) και την ηχητική εκτέλεση. Πολλά έργα του έχουν εκδοθεί από ξένους Εκδοτικούς Οίκους (Gerig, Modern, Breitkopf, κ.λπ.). Αναφέρουμε ορισμένες γνωστές ελλ. κινηματογραφικές ταινίες στίς οποίες έγραψε τη μουσική: «Σιλουέτες» (του Ζώη), «Πρόσωπο με πρόσωπο» (του Μανθούλη), «Η Εκδρομή» (του Κανελλόπουλου), «Η δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά», «Η αρχόντισσα και ο αλήτης», «Η νεράιδα και το παλληκάρι», «O ήλιος του θανάτου» (και οι 4 του Δημόπουλου), «Λούφα και παραλλαγή», «Άρπα-κόλλα», «Βίος και πολιτεία», «Μήλο-Μήλο» (κι οι 4 του Περάκη), «Η λεωφόρος του μίσους» (του Φώσκολου), «Το Μπορντέλο» (του Κούνδουρου), κ.λπ. Επίσης: «Πρόσωπο με πρόσωπο», «Ένοχοι», «Έρωτες στην καυτή άμμο», «Ανοικτή επιστολή», «Ψωμί για έναν δραπέτη», κ.λπ. Τέλος έγραψε μουσική για ντοκυμανταίρ και για θεατρικά έργα, όπως: «Πλούτος», «Σφήκες», «Φτερά του Ικάρου», «Ιερό Σφάγιο» (Εθνικό Θέατρο), «Γκρέκο» (ΕΛΘ), «Θυσία του Αβραάμ» (ΚΟΘΒΕ), «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» («Ελλ. Σκηνή», Αννας Συνοδινού), «Αμεδαίος» (του Ιονέσκο, Μόναχο), «Οθέλλος» (Κρατικό Θέατρο Μονάχου), κ.λπ. Τέλος, τον Απρίλιο του 1997 παρουσίασε στο ΜΜΑ το 3πρακτο λυρικό έργο του «Όπερα των σκιών» (εμπνευσμένο από τον Καραγκιόζη) σε ευρηματικό «λιμπρέτο» του Νάσου Θεοφίλου.

Πηγή


Πηγή: pancreta.gr