Ένας από τους πίνακες στην ιστορία της τέχνης που θεωρούνται αριστουργήματα, που έχουν καταφέρει να καταστούν εικόνες του παγκόσμιου συλλογικού συνειδητού, που έχουν κερδίσει και διατηρήσει το θαυμασμό του κοινού και που είναι τόσο διεθνώς αναγνωρίσιμοι ώστε άπειρες αναπαραστάσεις τους αλλά και σατιρικές παρωδίες τους να έχουν φτιαχτεί, είναι ο σπαραχτικός «Θάνατος του Μαρά» [«La Mort de Marat / Marat Assassiné», 1793] του Jacques-Louis David (1748-1825). Η πλοκή της πραγματικής ιστορίας πίσω από τον πίνακα είναι τόσο συγκλονιστική και δραματική, όσο και η ίδια η τεχνική τελειότητά του.
Η ζωή του Μαρά —γιατρού, φιλόσοφου και δημοσιογράφου που έδρασε στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης και αναλώθηκε μέσα στο πάθος, ίσως και την παράνοια, της τεράστιας εκείνης αλλαγής του κόσμου— και ο θάνατός του στις 13 Ιουλίου 1793, στις οκτώ το βράδυ, ήταν η έμπνευση και για αυτό το κορυφαίο έργο αλλά και για άλλα, που ωστόσο δεν έγιναν εξίσου διάσημα.
Ο Ζαν Πωλ Μαρά γεννήθηκε το 1743 στην Ελβετία. Ήταν γιος ενός ιταλού θρησκευτικού φυγά και διανοούμενου που στράφηκε στον Καλβινισμό. Σπούδασε ιατρική στο Παρίσι, έζησε κάποια χρόνια στο Λονδίνο και ύστερα, από το 1777, εξάσκησε την ιατρική πίσω στη Γαλλία, διοριζόμενος και ως γιατρός της προσωπικής φρουράς του αδελφού του βασιλιά Λουδοβίκου του 16ου. Στράφηκε στη μελέτη και τον πειραματισμό σε μεθόδους θεραπείας και συνέταξε διάφορα φιλοσοφικά συγγράμματα. Σιγά σιγά, υιοθετούσε αντιλήψεις κατά της παλαιάς τάξης πραγμάτων και αλληλογραφούσε με τον Βενιαμίν Φραγκλίνο. Στη διάρκεια του 1789, σταδιακά άρχισε να αρθρογραφεί κατά του Γάλλου βασιλιά. Τις θέσεις του τις έκανε γνωστές μέσω της εφημερίδας του L’ ami du Peuple, που αποκτούσε μεγάλη επιρροή στους ξεσηκωμένους Γάλλους. Στα χρόνια 1790-1793 πέρασε από σύντομη εξορία στο Λονδίνο, και από άλλες περιπέτειες και αντιπαραθέσεις, αλλά παρέμενε πολύ ισχυρός ως ηγέτης της ριζοσπαστικής παράταξης των «Ορεινών» στη Συμβατική Συνέλευση, έχοντας απέναντί του τους συντηρητικούς Γιρονδίνους που τον κατηγόρησαν για προτροπή σε μαζικές δολοφονίες. Φυλακίστηκε, δικάστηκε και πανηγυρικά αθωώθηκε. Μέχρι πριν τον θάνατό του παρέμενε δημοφιλής μέσα από την φλογερή αρθρογραφία του, παρόλο που ο Ροβεσπιέρος και οι Ορεινοί κρατούσαν πια αποστάσεις από αυτόν. Για χρόνια βασανιζόταν από μια σπάνια δερματική ασθένεια (πιθανότατα πρόκειται για την πάθηση «dermatitis herpetiformis», που σχετίζεται με αλλεργία στη γλουτένη και γεμίζει το δέρμα με εξανθήματα) που τον είχε κάνει να δυστυχήσει και η οποία επιδεινώθηκε όταν για ένα διάστημα χρειάστηκε να καταφύγει στους παρισινούς υπονόμους. Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας το περνούσε μέσα σε μια μπανιέρα με άλατα για να ανακουφίζεται από τους πόνους, και εκεί, μέσα στη μπανιέρα, έγραφε όλα τα κείμενά του.
Στις 13 Ιουλίου 1793, μια νεαρή οπαδός των Γιρονδίνων, η Charlotte Corday (1768—1793), με καταγωγή από την Νορμανδία, η οποία θεωρούσε τον Μαρά υπεύθυνο και ηθικό αυτουργό για πολλούς φόνους και σφαγές που είχαν γίνει, μπήκε στο σπίτι του, ξεγελώντας τον ότι θα του μαρτυρούσε για Γιρονδίνους που επρόκειτο να ξεσηκωθούν στην πόλη Caen. Είχε έρθει στο Παρίσι με τους «Βίους Παράλληλους» του Πλούταρχου επάνω της, έχοντας πρώτα γράψει και ένα γράμμα προς το Γαλλικό λαό για να το διαβάσουν μετά το φόνο. Η γυναίκα του Μαρά δεν την είχε δεχτεί, αλλά η Corday επανήλθε το απόγευμα, οπότε και ο Μαρά τη δέχτηκε. Στη διάρκεια της κουβέντας, ενώ ο άντρας κρατούσε σημειώσεις με ονόματα η Corday έβγαλε ένα μεγάλο μαχαίρι κουζίνας που είχε κρύψει στα ρούχα της και τον κάρφωσε στο στέρνο, κόβοντας την καρωτίδα του. Ο Μαρά πέθανε σε λίγα δευτερόλεπτα, αφού πρώτα καλούσε απελπισμένος τη γυναίκα του. Η δολοφόνος του έμεινε στη θέση της, περιμένοντας να τη συλλάβουν. Στη δίκη της υποστήριξε ότι τα σχεδίασε όλα μόνη της χωρίς συνεργούς και ότι το έκανε για το καλό της δημοκρατίας. Αποκεφαλίστηκε τέσσερις μέρες μετά, μπροστά στο κοινό.
Η Εθνοσυνέλευση αναθέτει στον μεγαλύτερο ζωγράφο του καιρού εκείνου στη Γαλλία, τον νεοκλασικιστή Jacques-Louis David (1748-1825), μέλος της, φανατικό υπέρμαχο της καρατόμησης του Λουδοβίκου 16ου, Ιακωβίνο και εξέχοντα «Ορεινό», μέλος της Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας και προσωπικό φίλο του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου, να οργανώσει την κηδεία του Μαρά. Μήνες αργότερα, ο David θα ζωγραφίσει και το περίφημο έργο, αφού είχε πρώτα επισκεφτεί ο ίδιος το σπίτι του δολοφονημένου πολιτικού για να δει πώς είχαν γίνει τα πράγματα. Θα τα απεικονίσει όμως όλα ωραιοποιημένα, χωρίς να διακρίνεται για παράδειγμα η δερματική αρρώστια του Μαρά, και με το μαχαίρι να φαίνεται πεσμένο στο πάτωμα, ενώ στην πραγματικότητα αυτό είχε μείνει πάνω στο στέρνο του όταν βρήκαν την Corday να περιμένει. Στο αριστερό χέρι του νεκρού διακρίνεται ένα κομμάτι από το γράμμα της Corday προς αυτόν, ματωμένο. Στο δεξί του, ακόμα έχει μείνει η πένα του με την οποία υπέγραφε υπέρ των απλών ανθρώπων και έγραφε τα πύρινα κείμενά του, ενώ ως δημοκράτης ακουμπούσε σε μια απλή ξύλινη βάση και όχι σε πολυτελές γραφείο.
Ο εκπληκτικής δύναμης πίνακας, που ενώνει εικόνες από την αρχαιότητα (π.χ. από τις ρωμαϊκές σαρκοφάγους) με τους σύγχρονους αιώνες, θεωρείται ο πρώτος της νέας εποχής, με έναν ρεαλισμό αλλά και μια αίσθηση μαρτυρίου σχεδόν χριστιανική. Σχεδόν μια Πιετά, με επιρροές από Καραβάτζο και Μιχαήλ Άγγελο.
Το έργο ήταν ολοφάνερα προπαγανδιστικό. Το κρέμασαν στην αίθουσα συνεδριάσεων της Εθνοσυνέλευσης και αντίτυπά του κυκλοφόρησαν παντού.
Ο βίος του David υπήρξε πολυτάραχος. Με την πτώση του Ροβεσπιέρου φυλακίστηκε και επρόκειτο να αποκεφαλιστεί μαζί με τον φίλο του, αλλά τελικά γλύτωσε με πονηριά την κεφαλή του. Αργότερα, μέσω της Ιωσηφίνας (της οποίας τον σύζυγο και ευγενή είχε βάλει ο καλλιτέχνης το χεράκι του να τον «καθαρίσουν»), γνωρίστηκε με τον Ναπολέοντα και έγινε ο βασικός του πορτρετίστας. Ύστερα από την πτώση και του Ναπολέοντα τον κάλεσε στην Αυλή ο Λουδοβίκος 18ος, παρ’ όλη την πρότερη συμμετοχή που είχε ο David στις καταδίκες σε θάνατο των προηγούμενων Λουδοβίκων, του 16ου και του μικρού αγοριού και διαδόχου, του 17ου. Ο πρώην επαναστάτης αρνήθηκε την πρόσκληση αυτή τη φορά και πέθανε αυτοεξόριστος στις Βρυξέλλες το 1825. Πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, η οικογένειά του δώρισε τον πίνακα στην πόλη που τον φιλοξένησε, και έτσι το Μουσείο Τεχνών του Βελγίου τον έχει στις συλλογές του από το 1886. Όπως συμβαίνει συχνά στην Τέχνη, με τις διακυμάνσεις στην πολιτική και στην κοινωνία, για κάποιες δεκαετίες ο «Θάνατος του Μαρά» ξεχάστηκε, αφού η φήμη αφενός και του Μαρά αλλά και του του David έφθινε. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα όμως, το έργο ανέκτησε τη σημαντική του θέση στην ιστορία της τέχνης.
Πάνω στο τραγικό αλλά και συναρπαστικό θέμα της δολοφονίας του Μαρά έχουν φτιαχτεί και άλλοι αρκετοί πίνακες, αποπνέοντας ο καθένας την αισθητική και τις αντιλήψεις/αγωνίες του καιρού τους.
Εντυπωσιακός, και —παραδόξως— πολύ λιγότερο γνωστός, είναι ο πίνακας του ομότεχνου του David, του Joseph Roques (1757—1847), ο οποίος αντέγραψε τον μεγάλο καλλιτέχνη φτιάχνοντας τον δικό του «Θάνατο του Μαρά», το 1793.
Στην «Charlotte Corday» του Paul Jacques Aimé Baudry το 1860, υπό το Βοναπαρτικό καθεστώς του Ναπολέοντα του 3ου, αυτή τη φορά οι ρόλοι αντιστρέφονται: Η Charlotte είναι η ηρωίδα και ο Μαρά το κτήνος, υπεύθυνος για τον Τρόμο της εποχής εκείνης.
Και ο Γαλλο-Βέλγος Jean-Joseph Weerts (1846-1927) καταθέτει τη δική του Charlotte απέναντι στον Γαλλικό λαό, το 1880, σε μια ιστορικά ανακριβή και σχεδόν σαν μιούζικαλ αναπαράσταση όπου ο Μαρά ξαναπαίρνει τη θέση του μάρτυρα ενώ εκείνη είναι απλά μια φονιάς.
Στον εικοστό αιώνα, ο πίνακας του David συνέχισε ακάθεκτος να εμπνέει, αυτή τη φορά δίνοντας πάτημα και για ψυχαναλυτικές αυτο-ερμηνείες, όπως έγινε με δυο μεγάλους καλλιτέχνες, τον Munch και τον Picasso. Ο μεν Munch φτιάχνει ένα «αντίγραφο» βάζοντας τον εαυτό του στη θέση του δολοφονηθέντος και την αγαπημένη του Tulla Larsen ως Charlotte, στον εντελώς προσωπικό του «Θάνατο του Μαρά» του 1907, όπου η Tulla μας κοιτά σαν λευκό φάντασμα, έξω από το χώρο θαρρείς, ενώ ο ζωγράφος κείτεται νικημένος, σαν κουφάρι, πίσω της.
Όμως και ο Πικάσο έφτιαξε με δικές του ψυχαναλυτικές αυταναφορές το 1931 τη «Γυναίκα με στιλέτο/ Θάνατος του Μαρά». Στον πίνακα αυτόν, ο ΙΠικάσο ενσωματώνει τον θαυμασμό του για το δημιούργημα του David, αλλά και συνυφαίνει τον δημόσιο με τον ιδιωτικό χώρο, καθώς στον καμβά αποτυπώνει τη θυελλώδη κατάσταση μεταξύ του ίδιου, της γυναίκας του Όλγας και της ερωμένης του Μαρί-Τερέζ:
Άπειρες άλλες αναπαραστάσεις και παραλλαγές έχουν γίνει τους τελευταίους δυο αιώνες στο έργου του David, τόσο σε συμβατική όσο και σε φωτογραφική, θεατρική ή ψηφιακή μορφή. Μεταξύ αυτών, για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 2013 ο εικαστικός Robert Wilson έφτιαξε μια σειρά από βίντεο performances με την Lady Gaga, όλα πάνω σε γνωστούς πίνακες, όπου και το έργο του David κέρδισε μια θέση.
Βίντεο ΕΔΩ
Αμέτρητες φορές ο «Θάνατος του Μαρά» έχει γίνει αντικείμενο σάτιρας, με Photoshop ή με διάφορους άλλους τρόπους.
Τέλος, κορυφαίο στη δραματουργία του 20ού αιώνα στέκει από το 1963 το εκπληκτικό θεατρικό έργο του Γερμανού Peter Weiss με τον πλήρη τίτλο «Die Verfolgung und Ermordung Jean Paul Marats dargestellt durch die Schauspielgruppe des Hospizes zu Charenton unter Anleitung des Herrn de Sade», που παίζεται συνήθως με τον σύντομο τίτλο «Marat/Sade», και όπου στην πλοκή ο έγκλειστος στο άσυλο τρελών μαρκήσιος Ντε Σαντ σκηνοθετεί το 1808 ένα έργο για τα γεγονότα της 13ης Ιουλίου 1793. Το έργο έχει παιχτεί σε εξαιρετικές παραστάσεις και στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων από το Θέατρο Τέχνης το 1966 και από το Εθνικό Θέατρο. Στον κινηματογράφο το έκανε ταινία ο σπουδαίος Peter Brook το 1967.
Πηγή: dimartblog.com