Εσωτερικό του «Chez Rosalie»
Η Rosalia Tobia γεννήθηκε το 1860 στο Picinisco της Ciociaria. Έφτασε στην περιοχή Μονπαρνάς του Παρισιού το 1887, ως υπηρέτρια της πριγκίπισσας Ruspoli. Μετά την υπηρεσία της πριγκίπισσας είχε περάσει στην υπηρεσία του ζωγράφου Οντιλόν Ρεντόν. Ο ακαδημαϊκός ζωγράφος και φίλος του Ρεντόν Γουίλιαμ Μπουγκερό της είχε ζητήσει να ποζάρει. Έκτοτε έγινε το μοντέλο και για άλλους ζωγράφους όπως ο Καμπανέλ, ο Καρολί Ντιράν, ο Ιμπέρ, ο Γουίστλερ.
Σε ηλικία περίπου σαράντα έξι ετών άνοιξε ένα μικρό γαλακτοπωλείο – εστιατόριο το «Chez Rosalie» στον αριθμό 3 της οδού Καμπάν Πρεμιέρ στο Μονπαρνάς (συνοικία καλλιτεχνών όπως η Μονμάρτρη). Τέσσερα τραπέζια με μαρμάρινη επιφάνεια και πόδια από χυτοσίδηρο, όπως συνηθιζόταν τότε, και μερικά σκαμνιά από μπαμπού. Η κουζίνα ήταν σε μεγάλο βαθμό ιταλική και οι πελάτες ήταν κυρίως οικοδόμοι.
Το άνοιγμα του εστιατορίου πραγματοποιήθηκε συμπτωματικά την ίδια χρονιά με τη μετακόμιση του Μοντιλιάνι από τη Μονμάρτρη - όπου έφτασε από το Λιβόρνο το 1906 - στο Μονπαρνάς.
Το εστιατόριο της Ροζαλί έγινε το δεύτερο σπίτι του καλλιτέχνη ένα κομματάκι Ιταλίας στο Παρίσι. Εκεί υπήρχε πάντα ένα έτοιμο τραπέζι για τον Αμεντέο Μοντιλιάνι που του άρεσε να συναντάει τους Ιταλούς οικοδόμους Η Ροζαλί ενσάρκωνε τη δεύτερη μάμα του. Εκεί είτε είχε να πληρώσει είτε όχι έβρισκε πάντα κάτι να φάει και να πιει, ένα πιάτο με ταλιατέλες ή λαζάνια και ένα ποτήρι κρασί. Σε αντάλλαγμα της άφηνε μπλοκ με σχέδια που εκείνη πετούσε στο κελάρι της απογοητευμένη που δεν έπαιρνε χρήματα. Η Ροζαλί δεν κατανοούσε τα σχέδια του, τα θεωρούσε άσχημα και πολλές φορές τα χρησιμοποιούσε για να ανάψει τους φούρνους ή ακόμη τα έβαζε για χαρτί στην τουαλέτα.
Η Ροζαλί και ο Αμεντέο λάτρευαν ο ένας τον άλλον αλλά τσακώνονταν διαρκώς στα ιταλικά τα μασκαλτσόνε (κατεργάρης) και πόρκα Μαντόνα (τρόπος προσβολής της Παναγίας, οι Ιταλοί το χρησιμοποιούν όταν είναι πολύ θυμωμένοι ή αισθάνονται σκληρό πόνο) ήταν καθημερινότητα.
Όποτε έβρισκαν τον καλλιτέχνη μεθυσμένο στη μέση του δρόμου, τον πήγαιναν στη Ροζαλί και εκείνη τον έβαζε να κοιμηθεί στο πίσω μέρος της κουζίνας της και του ετοίμαζε ζωμό μέχρι να ξυπνήσει και να συνέλθει.
Ήταν επίσης συνηθισμένη στις πολλές γυναίκες που τον συνόδευαν όπως η Μπεατρίς, η Λούνια και στα τελευταία χρόνια της ζωής του η Ζαν. Ο Μοντιλιάνι είχε νοικιάσει ένα σπίτι με τη Ζαν πολύ κοντά στο εστιατόριο της Ροζαλί.
Ο καλλιτέχνης απευθυνόταν στη Ροζαλί όποτε είχε κάποιο πρόβλημα κάτι που συνέβαινε πολύ συχνά.
Εκείνη τη εποχή τον έψαχναν διάφοροι Αμερικάνοι συλλέκτες και πήγαιναν στο εστιατόριο της Ροζαλί για να τον αναζητήσουν. Σε ένα τέτοιο περιστατικό η Ροζαλί έστειλε το γιο της Λουίτζι να βρει τον καλλιτέχνη στο ατελιέ του. Εκείνος δεν τον βρήκε εκεί και συνέχισε να τον ψάχνει όπου τον εντόπισε στο Λα – Ροτόντ πολύ μεθυσμένο. Με τα χίλια ζόρια κατάφερε να τον πάει στους συλλέκτες, οι οποίοι μόλις τον αντίκρισαν σε αυτήν την κατάσταση με σκισμένα ρούχα και μελανιές έφυγαν χωρίς να πουν ούτε μια λέξη.
Ο Μοντιλιάνι πέθανε στις 24 Ιανουαρίου 1920 σε ηλικία 35 ετών από φυματίωση και μια μέρα μετά τον ακολούθησε η σύντροφός του Ζαν, η οποία αυτοκτόνησε μη αντέχοντας την απώλειά του, πέφτοντας από το παράθυρο του 5ου ορόφου του οικογενειακού της σπιτιού ενώ ήταν έγκυος.
Το 1929-1930 η Ροζαλί έκλεισε το εστιατόριο και μετακόμισε στη Νότια Γαλλία, κοντά στις Κάννες, επειδή το μέρος της θύμιζε την ύπαιθρο. Εκεί πέθανε δύο χρόνια αργότερα.
Τα έργα του Μοντιλιάνι είναι σήμερα τα πιο ακριβά και περιζήτητα στον κόσμο. Οι δημοπρασίες των έργων του αγγίζουν αστρονομικές τιμές. Πρόσφατα ένα γυμνό του πωλήθηκε για περίπου 158 εκατομμύρια δολάρια.
Η Ροζαλί πετούσε τα έργα του μη μπορώντας να φανταστεί μια τέτοια εξέλιξη. Στις αρχές του 1900 μόλις έφτασε στο Παρίσι ο Μοντιλιάνι πούλησε ένα πέτρινο κεφάλι σε έναν Άγγλο καλλιτέχνη τον Augustus John που ήταν στο μήνα του μέλιτος. Τα χρήματα που πήρε του έφτασαν να αγοράσει ένα μπουκάλι κρασί. Αυτό το κεφάλι πουλήθηκε πριν μερικά χρόνια σε δημοπρασία από τους κληρονόμους του στην τιμή των 77 εκατομμυρίων λιρών.
Ο Ζωρζ Μπρακ έλεγε χαρακτηριστικά: «Ο Μοντιλιάνι σημάδεψε το τέλος μιας βαθιάς ευαισθησίας και κομψότητας στο Μονπαρνάς αλλά δεν το ξέραμε. Νομίζαμε ότι οι μέρες στο σπίτι του Kisling (Γάλλος ζωγράφος γεννημένος στην Πολωνία) εκείνα τα σκίτσα που φιλοτεχνούσε στα καφενεία, εκείνα τα αριστουργήματα για 5 φράγκα, εκείνοι οι καβγάδες, εκείνες οι αγκαλιές, θα διαρκούσαν για πάντα».
Πηγές:
- Christian Parisot, Μοντιλιάνι, εκδ. Κασταλία.
- Μοντιλιάνι, Βιβλιοθήκη Τέχνης, Καθημερινή.
- https://ragazzedimezzastagione.wordpress.com
- https://www.eventiculturalimagazine.com
Πηγή: pancreta.gr