Η σημερινή μας ιστορία εκτυλίσσεται κάπου στις αρχές τής δεκαετίας τού ’70. Ο 21χρονος Γιώργος Κουτούζης από την Νέα Ερυθραία δουλεύει σε οικοδομή αλλά σήμερα έχει μια σοβαρή υποχρέωση και πρέπει να λείψει. Επειδή ξέρει ότι ο εργολάβος θα «στραβώσει» αν μείνει πίσω η δουλειά, έχει φροντίσει από την προηγούμενη μέρα να πάει σε ένα καφενείο τής περιοχής όπου συχνάζουν εργάτες σαν κι αυτόν και να βρει αντικαταστάτη. Όμως, ο αντικαταστάτης δεν πήγε στο γιαπί. Έτσι, όταν την επόμενη μέρα ο Κουτούζης γυρίζει στην δουλειά του, ο εργολάβος τον απολύει θυμωμένος. Έξω φρενών ο νεαρός ξαναπάει στο καφενείο να ζητήσει εξηγήσεις από εκείνον που τον κρέμασε και, κουβέντα στην κουβέντα, ο άλλος αποκαλεί τον Κουτούζη «αλήτη». Ο Κουτούζης θολώνει, τον βγάζει σηκωτό από το καφενείο και τον αρχίζει στα χαστούκια. Κάποιοι κινούνται εναντίον του αλλά ο γεροδεμένος Κουτούζης αρπάζει ένα μηχανάκι, το σηκώνει στον αέρα και απειλεί να το πετάξει σ’ όποιον πλησιάσει.
Το σκηνικό δεν θα είχε συνέχεια αν εκείνη την στιγμή δεν περνούσε από κει ο Αλέξης Δαμιανός. Ο πενηντάχρονος σκηνοθέτης, ιδρυτής τού «Πειραματικού Θεάτρου» και του θεάτρου «Πορεία», τριγυρίζει ψάχνοντας τον πρωταγωνιστή τής δεύτερης ταινίας του (έχει προηγηθεί το εξαιρετικό «Προς το πλοίο», το 1966). Ο Δαμιανός έχει καταλήξει σε πρωταγωνίστρια (η πρόωρα χαμένη κύπρια Μαρία Βασιλείου, που είδαμε αργότερα στον «Θίασο» του Αγγελόπουλου) και τώρα ψάχνει κάποιον όμορφο νεαρό, ο οποίος να μην έχει σχέση με την υποκριτική, για να του δώσει τον πρώτο ανδρικό ρόλο. Εντυπωσιάζεται από τον Κουτούζη, τον πλησιάζει και, καθώς ο νεαρός έχει μείνει χωρίς δουλειά, τον πείθει. Λίγες μέρες αργότερα, σε ένα ταβερνάκι στα παλιά σφαγεία τής Κάτω Κηφισιάς, ο Κουτούζης αρχίζει την πρώτη και τελευταία του υποκριτική δουλειά: ως λοχίας πεζικού Γιώργος Μπάσκος χορεύει ζεϊμπέκικο για τα μάτια μιας νεαρής πόρνης, της Ευδοκίας.
Στα γυρίσματα της σκηνής, ο Κουτούζης χορεύει υπό τους ήχους τής «Άτακτης» του Μάρκου Βαμβακάρη, επειδή ο Δαμιανός δεν έχει βρει ακόμη τον συνθέτη που θα γράψει μουσική για την ταινία. Η σκηνή παίρνει δυο μέρες για να ολοκληρωθεί, μιας και ο νεαρός πρωταγωνιστής δεν έχει ξαναχορέψει ζεϊμπέκικο στην ζωή του. Κάμποσες μέρες αργότερα ο ηθοποιός Χρήστος Ζορμπάς, που παίζει τον νταβατζή τής Ευδοκίας και ξέρει ότι ο Δαμιανός γυρίζει την ταινία με ψίχουλα ως προϋπολογισμό, προτείνει στον σκηνοθέτη ένα νεαρό ταλαντούχο φίλο του συνθέτη, ο οποίος θα μπορούσε να αναλάβει την δουλειά με πενταροδεκάρες. Ο Δαμιανός συμφωνεί να συναντηθεί με τον φίλο τού Ζορμπά για να συζητήσουν. Και κάπως έτσι, τον Ιούλιο του 1971, ο Δαμιανός γνωρίζει τον 34χρονο Μάνο Λοΐζο και του αναθέτει να γράψει μουσική για την «Ευδοκία».
Ο Λοΐζος έχει ξαναγράψει μουσική για ταινία («Η νεράιδα και το παλληκάρι», «Λεβεντόπαιδο» κλπ) αλλά τώρα προσπαθεί να γράψει ένα ζεϊμπέκικο που να «κουμπώνει» σ’ εκείνη την σκηνή, η οποία είχε γυριστεί με βάση το κομμάτι τού Μάρκου. Από την πρώτη στιγμή, του καρφώνεται στο μυαλό η ιδέα να χρησιμοποιήσει έναν παλιό τζουρά, τον οποίο είχε χαρίσει στον Λευτέρη Παπαδόπουλο ο Γιώργος Μουφλουζέλης (*). Ο Λοΐζος σκέφτηκε τον τζουρά τού Μουφλουζέλη επειδή του άρεσε ο ήχος που έβγαζε στα χέρια του παλιού ρεμπέτη αλλά το όργανο ήταν σε άθλια κατάσταση. Αποκορύφωμα αυτής της αθλιότητας ήταν ότι τα κλειδιά τού καράουλου είχαν σπάσει και ο Μουφλουζέλης τα είχε αντικαταστήσει με… δεκάρες.
Ο Λοΐζος ολοκληρώνει την δουλειά του και αναθέτει την εκτέλεσή της στον -23χρονο τότε- Θανάση Πολυκανδριώτη. Ο Πολυκανδριώτης πιάνει το μπουζούκι του αλλά ο Μάνος τον διακόπτει και του δίνει τον τζουρά τού Μουφλουζέλη. «Μ’ αυτό θα παίξεις». Ο Πολυκανδριώτης βλέπει τις δεκάρες στο καράουλο και μένει άφωνος. «Μ’ αυτό;», απορεί. «Μ’ αυτό», επιμένει ο Μάνος.
Τί να κάνει κι ο Θανάσης; Παίρνει τον τζουρά, τον κουρδίζει κι αρχίζει. Πρώτη, δεύτερη, τρίτη πεννιά… στην δέκατη ξεκουρδίζεται ο τζουράς. Παύση. Κούρδισμα. Πρώτη, δεύτερη, τρίτη πεννιά… πού να κρατήσουν οι δεκάρες;… ξαναξεκουρδίζεται ο τζουράς… ξανά παύση… ξανά κούρδισμα… ξανά τα ίδια.«Δεν γίνεται μ’ αυτό, ρε Μάνο», ξεσπάει απογοητευμένος ο Πολυκανδριώτης. «Είπαμε, μ’ αυτό θα παίξεις», επιμένει απτόητος ο Λοΐζος, «φτιάχτο». Ο Θανάσης δεν επέμεινε πολύ. Είχε το μουσικό αφτί που χρειαζόταν για να καταλάβει ότι ο ήχος αυτού του τζουρά είχε μια οξύτητα και συνάμα μια γλυκύτητα που δύσκολα θα έβγαινε από άλλο όργανο. Έτσι, λοιπόν, πάλεψε, χτυπήθηκε, βασανίστηκε αλλά τα κατάφερε. Βέβαια, βόηθησε και το τετρακάναλο στην ηχογράφηση: έπαιζε ο Θανάσης ένα μοτίβο, σταματούσε, κούρδιζε, ξανάπαιζε, ξανακούρδιζε και στο τέλος έγινε το απαραίτητο μοντάζ για να βγει το κομμάτι κανονικό.
Σαν τέλειωσε αυτή η επεισοδιακή ηχογράφηση, παίρνει ο Λοΐζος το κομμάτι και το πάει στον Λευτέρη τον Παπαδόπουλο να του βάλει στίχους. Ο Παπαδόπουλος ακούει την ζεϊμπεκιά και από τις πρώτες κιόλας νότες, τρελαίνεται. Όταν τελειώνει το κομμάτι, γυρίζει και κοιτάει τον Λοΐζο με απορία. «Τί στίχους να βάλω σ’ αυτό το πράγμα, ρε Μάνο;» ρωτάει αυθόρμητα. «Αυτό το πράγμα δεν παίρνει λόγια, δεν υπάρχουν στίχοι να το υποστηρίξουν». Ο Λοΐζος πείστηκε κι αποφάσισε ν’ αφήσει το κομμάτι δίχως στίχους, ορχηστρικό. Το μόνο ορχηστρικό κομμάτι που έγραψε ποτέ ο Μάνος.
Κάπως έτσι γεννήθηκε το πιο διάσημο ζεϊμπέκικο στην ιστορία τής ελληνικής μουσικής. Ο Γιώργος Κουτούζης έμελλε να το ακούσει στην πρεμιέρα τής ταινίας και ανατρίχιασε. «Αν ήταν από την αρχή στα γυρίσματα, το ζεϊμπέκικο που χόρεψα θα ήταν διαφορετικό», υποστηρίζει. «Ένιωσα ότι έδωσα λίγα», συμπληρώνει με συγκίνηση.
Επίλογος. Μετά την προβολή τής ταινίας, ο Αλέξης Δαμιανός συνελήφθη από την χούντα και καταδικάστηκε σε φυλάκιση έξι μηνών για «προσβολή των αξιών τού ελληνικού στρατού». Θα περνούσαν είκοσι χρόνια ώσπου να αξιωθεί να γυρίσει την τρίτη και τελευταία ταινία του, τον «Ηνίοχο». Έφυγε από την ζωή το 2006, σε ηλικία 85 ετών. Νωρίτερα είχαν φύγει και ο Μάνος Λοΐζος το 1982 από εγκεφαλικό αλλά και η Μαρία Βασιλείου το 1989 από καρκίνο. Ο Γιώργος Κουτούζης συνέχισε την ζωή του ως ναυτικός και ως εργάτης στην ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη τού Περάματος και σήμερα, στα 67 πια, είναι συνταξιούχος.
——————————————————-
(*) Η εκδοχή που διηγούμαστε εδώ είναι η επικρατέστερη και, μάλλον, η σωστή. Σύμφωνα με τον Λάκη Παπαστάθη, βοηθό και στενό φίλο του Δαμιανού, στις πρώτες δοκιμές έπαιζε τζουρά ο ίδιος ο Γιώργος Μουφλουζέλης και σε δικό του αυτοσχεδιασμό οφείλεται το «πέταγμα» που κάνει η μουσική στο δεύτερο μέρος τού κομματιού. Ο Νίκος Νικολόπουλος θυμάται ότι οι πρώτες εκτελέσεις έγιναν με το μπουζούκι τού Πολυκανδριώτη και μετά έφερε ο Λοϊζος τον τζουρά από τον Παπαδόπουλο, επιμένει δε ότι στην ταινία ακούγεται ο Πολυκανδριώτης να παίζει μπουζούκι και τον τζουρά τον παίζει ο ίδιος ο Νικολόπουλος. Προφανώς, ο Νικολόπουλος έχει μπερδέψει τις ηχογραφήσεις: αυτός παίζει τζουρά (όχι όμως του Μουφλουζέλη) στην δεύτερη ηχογράφηση του κομματιού, έναν χρόνο αργότερα, στον δίσκο «Νά ‘χαμε τι νά ‘χαμε».
Πηγή: pancreta.gr