Οι γυναίκες στο έργο του Βασίλη Τσιτσάνη - Ειδήσεις Pancreta

Βασίλης Τσιτσάνης και γυναίκες. Δύο «έννοιες» ταυτόσημες και αλληλένδετες, αγάπης και παράπονου, κατάρας και εξύψωσης, νοσταλγίας και απέχθειας. Με άλλα λόγια, αντιφατικές. Στον σχεδόν μισό αιώνα ενασχόλησής του με το λαϊκό τραγούδι, ο αξέχαστος και μέγιστος δημιουργός του είδους «αφιέρωσε» το μεγαλύτερο μέρος του έργου του στο «ασθενές φύλο». Το αγάπησε με πάθος -άραγε, ποιος άνδρας δεν το έχει κάνει;-, το εξύμνησε, το στηλίτευσε, το αποθέωσε, το κατηγόρησε. Δηλαδή, το παρουσίασε σε όλες τις εκφάνσεις του και του προσέδωσε όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του…

Για τον Τσιτσάνη, η γυναίκα ήτανε τη μία «αρχόντισσα», «ντερμπεντέρισσα», «μποέμισσα», «λάγνα», «ερωτιάρα», «μάγισσα», την άλλη «αχάριστη», «γκρινιάρα», «μουρμούρα», «πονηρή», «σατράπισσα». Ότι δηλαδή ήτανε και είναι για τον ανδρικό πληθυσμό όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά ολόκληρης της οικουμένης. Τη μία της έδινε αλλά και υπέμεινε τα πάντα δηλώνοντας πλήρη υποταγή («Όλα για σένα κούκλα μου», «Όσο με μαλώνεις», «Δείρε με και μάλωσέ με», «Κορίτσι μου όλα για σένα»), την άλλη την κατηγορούσε και παρουσίαζε όλες τις κακές πλευρές της («Σερσέ λα φαμ», «Θα κάνω ντου βρε πονηρή», «Μ’ έχουν γελάσει δυο μαύρα μάτια», «Με παρέσυρε εκείνη»).

Βεβαίως, ένα τόσο μεγάλο σε ποσότητα και ποιότητα έργο όπως αυτό του Τρικαλινού δημιουργού, δε θα μπορούσε να περιοριστεί μόνο στον έρωτα και στη γυναικεία «ψυχοσύνθεση». Όμως, εκείνος που θα καθίσει και θα μελετήσει προσεκτικά τη θεματολογία που χρησιμοποίησε στα τραγούδια που έγραψε από το 1936 ως και λίγο πριν το θάνατό του το 1984, θα διαπιστώσει ότι το -σχεδόν συντριπτικά- μεγαλύτερο ποσοστό αναφέρεται στις αισθηματικές σχέσεις με επίκεντρο τη θηλυκή πλευρά τους.

Ακόμη και στις πιο «αλέγκρο» δημιουργίες του, κάτω από την επιφανειακή «ιλαρότητα» των στίχων μιλάει πάλι για τη γυναίκα και τη συμπεριφορά της. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τα πασίγνωστα «Καβουράκια». Σε τι αναφέρεται το τραγούδι πίσω από «του γιαλού τα βοτσαλάκια», την «καβουρίνα» κλπ; Μα στη γυναικεία απιστία. Η «κυρία» εγκατέλειψε τα παιδιά της για να χαρεί τον παράνομο έρωτά της εκτός της συζυγικής στέγης και κλίνης, ο άντρας της γύρισε και βρήκε το σπίτι έρημο, έψαξε να τη βρει, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Κι έτσι, έμεινε μόνος να φροντίσει τα παιδιά του, εξαιτίας της άπιστης συζύγου του…

Τα γυναικεία ονόματα στα τραγούδια

Πέραν όλων των παραπάνω, δεν είναι λίγα τα τραγούδια στα οποία ο Βασίλης Τσιτσάνης έδωσε ως τίτλους γυναικεία ονόματα. Το περίεργο της ιστορίας, είναι ότι ελάχιστα από αυτά είναι ελληνικά -τουλάχιστον από εκείνα που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία και παραμένουνε διαχρονικά στο πέρασμα των ετών (αν εξαιρέσουμε τα «Δώδεκα η ώρα θα ‘ρθω βρε Μαριώ» και «Κατερίνα Θεσσαλονικιά»). Σχεδόν όλα είναι ανατολίτικα, τσιγγάνικα και αραβικά, αφού ο δημιουργός είχε μια καλώς εννοούμενη «εμμονή» με χαρέμια, διαμάντια, εξωτικές γυναικείες παρουσίες κλπ.

Θέλετε παραδείγματα; Ουκ ολίγα: «Ζαΐρα», «Σεράχ», «Γκιουλμπαχάρ», «Φαρίντα», «Τοπάζια», «Νταίζη», «Αραμπέλλα» είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά αυτής της κατηγορίας -και κάποια όχι τόσο γνωστά. Από ελληνική «σοδειά», ο Τσιτσάνης φαίνεται ότι είχε «αδυναμία» στο όνομα Μαρία και τα…υποκοριστικά του («Μαριώ», «Μαρίτσα» κλπ). Επιπλέον, στο προπολεμικό του έργο περιλαμβάνεται και μια… «Βασίλω».

Οι ερμηνεύτριες προπολεμικά και μεταπολεμικά

Το υλικό που άφησε πίσω του ο Βασίλης Τσιτσάνης, αποτέλεσε κι εξακολουθεί ν’ αποτελεί αντικείμενο μελέτης για πολλούς «ερευνητές» του ελληνικού τραγουδιού. Μέσα από αυτό, μας δίνεται η δυνατότητα να βγάλουμε ένα μεγάλο αριθμό συμπερασμάτων αναφορικά με πολλές και διάφορες πτυχές του. Επειδή λοιπόν το παρόν κείμενο έχει να κάνει με τη γυναίκα στα τραγούδια του αείμνηστου δημιουργού, παρατηρούμε ότι κυρίως μετά τον πόλεμο τα περισσότερα από τούτα ηχογραφήθηκαν από γυναικείες φωνές.

Όχι ότι προπολεμικά η συμμετοχή τους ήταν ασήμαντη. Σημαντικότατες, αλλά και λιγότερο γνωστές ερμηνεύτριες της εποχής στάθηκαν πίσω από το μικρόφωνο ηχογράφησης ενός στούντιο για να τραγουδήσουνε Τσιτσάνη. Από τη Γεωργία Μηττάκη -η οποία έκανε «όνομα» ερμηνεύοντας δημοτικά τραγούδια- που είπε την πρώτη δημιουργία του («Σ’ ένα τεκέ σκαρώσανε» το 1936) ως τη Σοφία Καρίβαλη, τη Ρίτα Αμπατζή, τη Νταίζη Σταυροπούλου (η γυναίκα που ηχογράφησε τα περισσότερα τραγούδια του πριν τον πόλεμο), την Ιωάννα Γεωργακοπούλου και μεταπολεμικά τη Στέλλα Χασκίλ, τη Ρένα Στάμου, την Άννα Χρυσάφη, τη Σούλα Καλφοπούλου κ.α., το καλλιτεχνικό «ασθενές φύλλο» έδωσε δυναμικό παρών στο έργο του Βασίλη Τσιτσάνη…

Πάνω απ’ όλες όμως, η Μαρίκα Νίνου ήταν εκείνη που «σφράγισε» με τις μοναδικές ερμηνείες της ένα μεγάλο μέρος των τραγουδιών του. Οι δυο τους συνεργάστηκαν στη δισκογραφία και στα λαϊκά κέντρα για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα και η παρουσία της σημάδεψε τόσο προσωπικά, όσο και καλλιτεχνικά τον δημιουργό.

Τραγούδια όπως «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα», «Γεννήθηκα για να πονώ», «Έλα όπως είσαι», «Ζαΐρα», «Κάθε βράδυ λυπημένη» και τόσα άλλα, φέρουν ανεξίτηλη της «σφραγίδα» της ίσως κορυφαίας λαϊκής ερμηνεύτριας που έβγαλε ποτέ αυτός ο τόπος. Ο πρόωρος θάνατός της τον συγκλόνισε και στη μνήμη της κάποια χρόνια μετά έγραψε το αριστούργημα «Θέλω να είναι Κυριακή»…

Η «διάδοχος» της Νίνου στο πλάι του Τσιτσάνη ήταν η Σωτηρία Μπέλλου, τα ονόματα των οποίων συνδέθηκαν σχεδόν άρρηκτα μεταξύ τους. Με τη φωνή της γίνανε μεγάλες και διαχρονικές επιτυχίες «αθάνατα» τραγούδια όπως «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Με πήρε το ξημέρωμα στους δρόμους», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Σαν απόκληρος γυρίζω», «Απόψε κάνεις μπαμ», «Πέφτεις σε λάθη» κ.α. Για πολλά χρόνια εμφανίζονταν μαζί στο θρυλικό «Χάραμα», με τελευταία τη σεζόν 1983-84 όταν ο Τσιτσάνης πέρασε στο πάνθεον των αθανάτων…

Να σημειώσουμε ότι τραγούδια του Τρικαλινού δημιουργού ηχογράφησε και η πολύ γνωστή ερμηνεύτρια του «ελαφρού» τραγουδιού Έλσα Λάμπο -με κορυφαία στιγμή το πασίγνωστο “Σερσέ λα φαμ”-, η οποία όμως στα δικά του παρουσιαζόταν στις ετικέτες των δίσκων με το πραγματικό της όνομα, δηλαδή Ελένη Λαμπίρη…

Μόνο μία από τις σπουδαίες τραγουδίστριες της εποχής «ξέφυγε» από τον Τσιτσάνη, χωρίς την παραμικρή ευθύνη αμφοτέρων. Η μεγάλη Σοφία Βέμπο. Κι αυτό γιατί η εταιρεία της δεν ήθελε να ερμηνεύσει λαϊκά τραγούδια, παρά το γεγονός ότι ο δημιουργός είχε ήδη φτιάξει κάποια μόνο για τη δική της φωνή…

Από το ’50 ως τα νεότερα χρόνια

Αργότερα, φαίνεται ότι ο Τσιτσάνης επένδυσε ακόμα πιο πολύ στις γυναικείες φωνές. Από τη δεκαετία του ’50 και μετά, διακρίνουμε ότι όλο και περισσότερα τραγούδια του ηχογραφούνται από ερμηνεύτριες που τότε ξεκινούσανε την καριέρα τους όπως η Καίτη Γκρέϋ («Τα ξένα χέρια», «Για κοίτα κόσμε»), η Πόλυ Πάνου («Τα λιμάνια») και η Γιώτα Λύδια («Άλα Τούρκα χόρεψέ μου»).

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 κι έπειτα, θα πλησιάσει και τις νέες «έντεχνες» φωνές της εποχής όπως η Βίκυ Μοσχολιού («Δεν είναι όνειρο η ζωή»), η οποία βεβαίως είχε και πλούσιο λαϊκό ρεπερτόριο από τη συνεργασία της με τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον Απόστολο Καλδάρα κ.α.

Από ένα σημείο και μετά, ο Τσιτσάνης θ’ αρχίσει να ηχογραφεί ο ίδιος τα περισσότερα τραγούδια του, βλέποντας ότι πια ο συνθέτης μένει στο περιθώριο και προβάλλεται περισσότερο ο ερμηνευτής. Πάντα όμως θα έχει δίπλα του μια γυναικεία φωνή για τα σεκόντα. Η πιο χαρακτηριστική από αυτές, είναι εκείνη της Χαρούλας Λαμπράκη που στο δεύτερο μισό του ’60 θα περάσει στην ιστορία συνοδεύοντας τον Τσιτσάνη σε τραγούδια όπως «Δε ρωτώ ποια είσαι», «Με παράσυρε το ρέμα», «Απόψε στις ακρογιαλιές», «Κορίτσι μου όλα για σένα» κ.α.

Στη δεκαετία του ’70, δύο είναι οι τραγουδίστριες που θα συνδέσουν ως ένα βαθμό το όνομά τους με τον Βασίλη Τσιτσάνη. Αρχικά η Αλεξάνδρα (Κυριακάκη) και από το 1973 και μετά η Λιζέτα Νικολάου, με πιο «θρυλική» στιγμή το σεκόντο της στο αθάνατο ζεϊμπέκικο «Της γερακίνας γιος» το 1975 μέσα από το άλμπουμ «Σκοπευτήριο». Δεν είναι τυχαίο ότι ο δημιουργός θα της δώσει -έστω και σε δεύτερη εκτέλεση- τρία τραγούδια του για τον πρώτο προσωπικό δίσκο της με τίτλο «Το χαμόγελο της Λιζέτας» που κυκλοφόρησε το 1977…

Ωστόσο, τις μεγάλες «γυναικείες» επιτυχίες του δημιουργού στα ‘70s θα ηχογραφήσει η Δήμητρα Γαλάνη. Προερχόμενη από το «έντεχνο» και με σπουδαίες συνεργασίες στο ενεργητικό της (Μάνος Χατζιδάκις, Δήμος Μούτσης), ο Τσιτσάνης είναι εκείνος που θα της ανοίξει το δρόμο για το λαϊκό τραγούδι. Θα της προτείνει να ερμηνεύσει κάποια παλαιότερα τραγούδια του στο άλμπουμ «Τα ωραία του Τσιτσάνη» το 1973 κι όταν εκείνη τον ρωτά αν θα τα καταφέρει, εκείνος της απαντά: «Εσύ είσαι λαϊκή τραγουδίστρια και δεν το ξέρεις»…

Έτσι, θα τραγουδήσει «Το όνειρο της αδελφής» και το «Ακρογιαλιές, δειλινά», το οποίο έκτοτε συνδέθηκε σχεδόν άρρηκτα και πέρασε στις νέες γενιές με τη φωνή της. Το 1975, ο Τσιτσάνης θα της γράψει καινούργια τραγούδια με αφορμή το δίσκο «Σκοπευτήριο» και τα «Η σκιά μου κι εγώ», «Νοσταλγία» και «Σταυραϊτός» θα δώσουνε την ευκαιρία στη Γαλάνη ν’ αποδείξει ότι πράγματι ήτανε λαϊκή τραγουδίστρια και δεν το ήξερε. Στον ίδιο δίσκο συμμετείχε και η Βίκυ Μοσχολιού, επτά χρόνια μετά την πρώτη συνεργασία της με τον Τσιτσάνη στο βινύλιο.

Βεβαίως, ακόμα και μετά το θάνατό του ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν έπαψε ποτέ να τραγουδιέται από γυναικείες φωνές τόσο της παλαιότερης, όσο και της νέας γενιάς. Η Γλυκερία, η Ελευθερία Αρβανιτάκη κ.α. συνεχίζουν να κρατούν ζωντανά το έργο και το μύθο του αξέχαστου και μέγιστου δημιουργού, σε πείσμα των αλλοπρόσαλλων και μουσικά περίεργων καιρών, που θέλει ως πρωταγωνιστές κάποιους εντελώς απίθανους «τραγουδιστές» κι ακόμη πιο απίθανα «τραγούδια»


Πηγή: musiccorner.gr