Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, συνηθίζουμε να λέμε.
Κι όσα φέρνει ένα τηλεφώνημα στη μνήμη ίσως δεν τα φέρνει ο χρόνος που προηγήθηκε και που μέσα στην αγκαλιά του «έλαβαν χώρα».
Γιατί ο χρόνος κυλάει αυτόνομα, χωρίς να μοιράζει υποσχέσεις παρά μόνο αναμνήσεις, που τις σκορπάει από δω κι από κει κι όποιος προλάβει να διακρίνει αυτό που τον αφορά και να το αρπάξει. Να το κλείσει στα κουτάκια του μυαλού του, να το ποτίσει με το άρωμα του νυχτολούλουδου για να το θυμάται το καλοκαίρι, να το αρωματίσει με τη γεύση του φιλιού να το θυμάται τον χειμώνα. Μοναχικός ταξιδιώτης, ο χρόνος δίνει νόημα, όγκο, ύπαρξη στον χώρο. Δίνει χώρο για την ύπαρξή μας. Δημιουργεί τον χώρο. Και μετά, σε μια χορογραφία αέναη, προχωρούν μαζί.
Άγνωστος ο χορογράφος. Φήμες λένε πως είναι το παρελθόν… Το προηγούμενο… Το τελευτήσαν τον βίο του σε μια μοναδικότητα αδιανόητης πυκνότητας, σε μια ασύλληπτη συρρίκνωση της ύλης που περιλαμβάνει όμως μέσα της όλα όσα προϋπήρξαν.
Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στον απολύτως πεπερασμένο, ασήμαντο, αδιανοήτως ευρύχωρο κι ανοήτως ματαιόδοξο μικρόκοσμό μας με μόνο ένα τηλεφώνημα.
Τυχεροί όσοι το έλαβαν…
Ακόμη πιο τυχεροί όσοι το απέφυγαν…
Ουδείς γνωρίζει αν το τηλεφώνημα που αναφέρει στο ποίημά της η Μπαέζ (ποίημα και όχι απλώς τραγούδι) πράγματι έγινε, ώστε, 10 χρόνια μετά τον χωρισμό της από τον Ντύλαν, να της θυμίσει τον θυελλώδη έρωτα που έζησαν. Άβυσσος η ψυχή της γυναίκας κι ακόμη πιο άβυσσος η ψυχή της Μπαέζ όταν 10 χρόνια αργότερα μπορεί και περιγράφει με τόσο παραστατικό τρόπο αυτά που της έφερε στο νου εκείνο το τηλεφώνημα.
Η Μπαέζ έχει παραδεχτεί πως έγραψε το τραγούδι για τον Ντύλαν αλλά ακόμη κι αν δεν το είχε κάνει δεν θα είχαμε καμιά αμφιβολία γι’ αυτό ευθύς μόλις φθάναμε στους στίχους:
You burst on the scene already a legend
the unwashed phenomenon
the original vagabond…
…καθώς είναι γνωστή πλέον η ανύπαρκτη σχέση του Ντύλαν με την στοιχειώδη καθαριότητα. Το τραγούδι γράφτηκε το 1974 και κυκλοφόρησε το 1975.
Για όποιον λόγο όμως κι αν γράφτηκε, θα μένει πάντα στο μυαλό και την καρδιά μας να μας υπενθυμίζει πως αργά ή γρήγορα τα διαμάντια γίνονται σκουριά χωρίς καμία πιθανότητα παλινδρόμησης, με one way ticket ταξιδεύει ο χρόνος και μόνο η ματιά μπορεί να γυρίσει προς τα πίσω και απλώς να δει τί άφησε πίσω του χωρίς καμία δυνατότητα να επέμβει για να το αλλάξει.
Αλλά όσο αμείλικτος κι αν είναι ο χρόνος (περισσότερο ανελέητος παρά πανδαμάτωρ, όπως το παρατσούκλι που του φόρεσαν), όσο κι αν τρέχει πάντα με εμπρόσθια φορά (ποτέ δεν θα μάθουμε τί βιάζεται να προλάβει, ίσως το φως;) χωρίς να μπορεί τίποτε να του σταθεί εμπόδιο (ούτε καν η βαρύτητα, με την οποία συζευγμένος αιώνια, οι δυό τους, αποτελούν τη μοναδική σταθερά, εκείνη του χωροχρονικού πλέγματος) άλλο τόσο είναι συνεπής στο να μας σκουντάει διαρκώς ψιθυρίζοντάς μας στο αυτί «ό,τι αφήνεις σ’ αφήνει, μην ακούς τί λέει ο «σοφός» λαός περί ποδηλάτου, μη μ’ αφήνεις να περνώ χωρίς να δρας, μην αφήνεις τα διαμάντια να γίνονται σκουριά».
Και στο σημείο αυτό ας κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή (μαζί με την ανάσα μας) για εκείνα τα τηλεφωνήματα που ποτέ δεν έγιναν.
Ας κρατήσουμε όμως «σε μιαν άκρη» και την προτροπή του χρόνου να μην αφήνουμε να γίνεται το γινάτι του.
Πηγή: dimartblog.com