Ο Κώστας Καρυωτάκης και η Μαρία Πολυδούρη ήταν δύο ποιητές της γενιάς του 1920, που ερωτεύθηκαν και αγαπήθηκαν πολύ, αλλά δεν κατάφεραν να βρουν την ευτυχία μέσα από τον έρωτά τους. Βρήκαν και οι δύο τραγικό θάνατο σε νεαρή ηλικία. Γνωρίστηκαν τον Δεκέμβριο του 1921 στη Νομαρχία Αθηνών, όπου εργάζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι. Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένα έντονο ερωτικό συναίσθημα.
Ο Καρυωτάκης ήταν ένας μελαγχολικός νέος, που δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τον εαυτό του και είχε πολλές ανασφάλειες. Ζούσε ήσυχα και παράλληλα με το επάγγελμά του, έγραφε ποιήματα. Αντίθετα, η Πολυδούρη ήταν μια χειραφετημένη νεαρή, με φεμινιστικές ιδέες, που ζούσε μια προκλητική ζωή για την εποχή. Έκανε παρέα με άντρες, πράγμα απαράδεκτο για μια κοπέλα της γενιάς της και συμμετείχε στις συζητήσεις τους σαν ίση. Η σκέψη και η ποίηση του Καρυωτάκη γοήτευσε τη νεαρή ποιήτρια, ενώ εκείνος από την πλευρά του, ερωτεύτηκε την όμορφη κοπέλα με τα μαύρα μάτια και το εντυπωσιακό κορμί.
Η σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ τους ήταν πολύ έντονη, αλλά ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Ο συνεσταλμένος νέος δεν μπορούσε να δεχτεί τον «προκλητικό» χαρακτήρα της αγαπημένης του. Η μποέμικη ζωή της Πολυδούρη κινδύνευε να στιγματίσει τον ποιητή στα μάτια του κόσμου. Η απελευθερωμένη κοπέλα, έφτασε σε σημείο να κάνει ακόμα και πρόταση γάμου στον Καρυωτάκη, πράγμα αδιανόητο για τα ήθη της τότε κοινωνίας. Ο ποιητής, αν και όπως φάνηκε από ποιήματά του, που είδαν αργότερα το φως της δημοσιότητας, αγαπούσε την Πολυδούρη, αρνήθηκε τον έρωτά της.
Αρχικά χρησιμοποίησε σαν πρόσχημα την καχεκτική του εμφάνιση και όταν δέχτηκε την επίσημη πρόταση από την αγαπημένη του, δεν τόλμησε να την παντρευτεί, γιατί όπως της είπε, έπασχε από αφροδίσιο νόσημα. Η Πολυδούρη δεν τον πίστεψε και θεώρησε ότι ήταν μια δικαιολογία για να χωρίσουν. Το ποίημα του «Ωχρά Σπειροχαίτη» ( το όνομα του μικροβίου που προκαλεί τη σύφιλη), είναι σύμφωνα με τους μελετητές του έργου του, η απόδειξη ότι ο ποιητής έπασχε από την ασθένεια.
Παρά την αρνητική του απάντηση, ο Καρυωτάκης πρότεινε στην Πολυδούρη να συνεχίσουν τη φιλία τους. Εκείνη δέχτηκε, αλλά οι συναντήσεις τους μετά τον χωρισμό άρχισαν να αραιώνουν. Η κοπέλα πληγώθηκε πολύ και ένιωσε προδομένη και ταπεινωμένη. Αργότερα έφυγε για το Παρίσι, όπου συνέχισε την αντισυμβατική ζωή. Γυρνούσε στο σπίτι τα ξημερώματα και συναναστρεφόταν αντρικές παρέες. Ένα βράδυ τη βρήκαν πεσμένη σε ένα σοκάκι του Παρισιού. Διαγνώστηκε με φυματίωση και λίγο αργότερα μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, στο τότε σανατόριο Σωτηρία. Τον Ιούλιο του 1928, η Πολυδούρη πληροφορήθηκε ένα τραγικό γεγονός. Ο αγαπημένος της Κώστας Καρυωτάκης είχε αυτοκτονήσει. Ο ποιητής είχε μετατεθεί στην Πρέβεζα, αλλά δεν είχε καταφέρει να βρει τη γαλήνη. Αυτοκτόνησε με πιστόλι σε μια παραλία του Αμβρακικού, αφήνοντας μόνο ένα σημείωμα.
Στην τελευταία του εξομολόγηση ανέφερε ότι πριν δοκιμάσει το πιστόλι, είχε προσπαθήσει να αυτοκτονήσει στη θάλασσα, αλλά δεν τα κατάφερε, γιατί ήξερε καλό κολύμπι. Αν είχε παντρευτεί την αγαπημένη του, ίσως εκείνη κατάφερνε να διώξει το «κοράκι», αλλά αυτό δεν είναι παρά μια υπόθεση εργασίας. Όταν η Πολυδούρη έμαθε πως ο αγαπημένος της αυτοκτόνησε, κλονίσθηκε και η ήδη άσχημη κατάσταση της υγείας της, επιδεινώθηκε. Η άλλοτε δυναμική γυναίκα κατέρρευσε. Ο χρόνος και για εκείνη μέτραγε πια αντίστροφα.
Στις 29 Απρίλιου του 1930, έφυγε από τη ζωή, με ενέσεις μορφίνης, που της προμήθευσε στο «Σωτηρία» ένας φίλος της. Οι δυο νέοι άφησαν την τελευταία τους πνοή σε μικρή ηλικία. Η κλονισμένη τους υγεία θεωρήθηκε αποτέλεσμα του ανεκπλήρωτου έρωτά τους, κάτι που δεν αποδείχτηκε ποτέ. Μένουν μόνο τα ποιήματά τους, για να θυμίζουν τη μεγάλη τους αγάπη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη ‘μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες έζησα, να πληθαίνω τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες κι έτσι γλυκά πεθαίνω.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
Μαρία Πολυδούρη
Πηγή: pancreta