Παύλος Σιδηρόπουλος. Εν κατακλείδι - Ειδήσεις Pancreta

"Μου 'πες θα φύγω χτες το βράδυ ξαφνικά, απλώς κουράστηκα, δε φταίω για όλα αυτά". Μερικές σκέψεις για τον Παύλο Σιδηρόπουλο, 27 χρόνια μετά τον θάνατό του

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος, για να παραφράσω τα λόγια του Αρθούρου Ρεμπό, δεν μπόρεσε να μας δώσει μια "διεύθυνση", γιατί σε όλη τη ζωή του αγνοούσε πού θα παρασυρόταν την επόμενη φορά, από ποιους δρόμους και από πού, από τί και πώς. Όμως κανείς δε χρειάστηκε τελικά αυτή τη διεύθυνση, αφού ήταν η περιπλάνηση στα δωδεκάμετρα του ροκ εν ρολ και οι παρτιτούρες στα φαντάσματα του μπλουζ, που στοίχειωσαν μέσα τους το πάθος, την ένταση και την αυθάδεια των πειρασμών στους οποίους παραδόθηκε άνευ όρων, ανοίγοντας έναν εσωτερικό βουβό διάλογο που έφτασε να έχει ως - καθόλου ισότιμο - συνομιλητή την ηρωίνη. Η ποίηση και η μουσική του Παύλου κατέληξαν ένας παρεξηγημένος, πικρός "εορτασμός" του χαμού. Ο θάνατός του δημιούργησε ένα τεράστιο "περιφερειακό" κοινό που τον μετέτρεψε σε μύθο, χωρίς όμως να τολμήσει ποτέ να μπει μέσα στον κύκλο και να αφουγκραστεί τη θλίψη της μοναξιάς, την απώλεια της αθωότητας, τον τρόμο της αυτοκαταστροφής. Το περιθώριο δεν αστειεύτηκε ποτέ, δεν χάρισε τίποτα σε κανέναν, δεν έκανε συμφωνίες παρά μόνο με τον διάβολο. Ο Σιδηρόπουλος είτε πάλεψε, είτε όχι με τους δαίμονές του, υπήρξε μόνος. Και την αξιοπρέπεια που προσπάθησε να μη χάσει στη ζωή του, την άφησε χαραγμένη στα αυλάκια των δίσκων που ηχογράφησε, μακριά από αμείλικτες βελόνες, καμένα κουτάλια και βρώμικα αλουμινόχαρτα.  

Η πορεία του "πρίγκηπα", όπως τον αποκάλεσαν όσοι κατάλαβαν ελάχιστα από την εγκατάλειψη και την απόγνωση, "εισβάλλοντας" βίαια και αυθαίρετα στις λεηλατημένες από την πρέζα φλέβες του, χαρακτηρίστηκε από μια σπάνια ευαισθησία, βυθισμένη μεν σε εφιάλτες και αβέβαια ξέφωτα, ικανή όμως να εκφράσει με μια κρυστάλλινη αμεσότητα το εσωτερικό του "βλέμμα", γεμάτο σκληρό ρομαντισμό και περιθωριακή ειλικρίνεια. Το ροκ εν ρολ έκανε προσπάθεια για να τον "πείσει", όταν όμως τα κατάφερε, η ερωτική τους σχέση έγινε μια συνεχόμενη σαγηνευτική πρόκληση. "Δεν είχα τραβήξει τίποτα ακόμα. Ήμουνα πιτσιρικάς. Δεν με αντιπροσώπευε καθημερινά στη ζωή μου αυτό το πράγμα, αλλά ταυτόχρονα κάτι μου 'λεγε. Ότι στα λέω γιατί μπορεί να 'ρθουνε κι αυτά έξω από την πόρτα σου κάποτε. Και με ξένιζε το blues, αυτό το μαύρο, το μουντό, το βαρύ πράγμα, αλλά ταυτόχρονα με γοήτευε αφάνταστα. Γιατί εγώ δεν ήμουν ροκενρολίστας από γεννησιμιού μου. Είχα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Αλλά το διάλεξα σαν τρόπο ζωής και ό,τι τράβηξα μετά, το τράβηξα επειδή το 'θελα, όχι επειδή οδηγήθηκα προς τα κει".

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος σε νεαρή ηλικία στο άλσος της Νέας Φιλαδέλφειας

Ο Σιδηρόπουλος δεν ασχολήθηκε με τις ισορροπίες στην κόψη του ξυραφιού, αντίθετα βρέθηκε να ορίζει άκρα και όρια, στα οποία είχαν εξαφανιστεί οι διαχωριστικές γραμμές. Ένας περιπλανώμενος ταξιδιώτης που διοχέτευσε στα ενστικτώδη του πεντάγραμμα - αφού δεν ήξερε παρά ελάχιστη μουσική θεωρία - τις προσωπικές του εικασίες για το τί είναι ο έρωτας, η μοναξιά, η άρνηση, οι συμβολισμοί, οι αφορισμοί, οι εσωτερικές κραυγές και η ατέρμονη αγωνία μπροστά στην κοινωνική αποξένωση και τις παγίδες των παρορμήσεων. Στην πραγματικότητα, η ρήξη με το κατεστημένο ήταν εκείνη που δημιούργησε σκληρά "χρώματα" και εκφραστικές "αντιπαραθέσεις", διατηρώντας ωστόσο μια γλυκιά αμεσότητα που ήταν ικανή - και πέτυχε - να κατακτήσει ένα συνολικό κοινό, το οποίο γοητεύτηκε από την αυθάδεια και την αλήθεια ενός "υπέροχου αλήτη". Σε αυτό βοήθησαν η ανυπότακτη φωνή του και η ευγένεια του προσώπου του, δυο "όπλα" που τελειοποίησαν την αστική εξιδανίκευσή του στις ζωντανές του εμφανίσεις, εκεί όπου δεν είχε ταίρι στην, ας την ονομάσουμε, ελληνική ροκ σκηνή.

Ο Σιδηρόπουλος ήταν πραγματικός "δυναμίτης" στα live. Είχα την τύχη να τον δω σε δυο από αυτά, μια φορά στο Μετρό και μια στο θέατρο Αμόρε. Μη με ρωτήσετε ακριβείς χρονολογίες, ήταν στο τέλος της δεκαετίας του '80. Το κοινό του ήταν περιορισμένο σε σχέση με όσους βάλθηκαν να τον ακούσουν μετά τον θάνατό του. Όμως ο ίδιος πάνω στη σκηνή έδειχνε την επιθυμία του να "ζήσει" εκείνες τις στιγμές, απαλλαγμένος από οτιδήποτε δεν τον άφηνε να απελευθερωθεί. Οι ερμηνείες του φλερτάριζαν με τη μανία του ροκ εν ρολ, με την επανάσταση, με την αμφισβήτηση, με τα νιάτα, με τους "παραστρατημένους και ξαναμμένους τρελούς" που χόρευαν από κάτω, με τις εικόνες, τα πάθη και τις επιθυμίες. Η φωνή του ήταν γεμάτη λευκό μπλουζ, αναζήτηση, ενέργεια, μαστούρα, φυγή, αναχώρηση, άρνηση. Νόμιζες ότι άκουγες τον Άρλο Γκάθρι, τον Ρέι Ντέιβις, τον Πολ Ριβίρ και τον Βαν Μόρισον μαζί. Με εκείνους τους νωχελικούς, σκυθρωπούς, αυθεντικά ροκ ελληνικούς στίχους, που αιμορραγούσαν αισθητική και αλήθεια. Ένας "καταραμένος" ποιητής που λιποτάκτησε στο σκοτάδι για να βρει το πεπρωμένο του.

Δάμων και Φιντίας. Ο Παύλος Σιδηρόπουλος και ο Παντελής Δεληγιαννίδης, στο σπίτι του Παύλου στην οδό Ι. Δροσοπούλου 50, στην Αθήνα

Όμως ο αυτοκαταστροφικός Σιδηρόπουλος παρέμεινε αλλόκοτα άφθαρτος, περίεργα λαμπερός, τρυφερά οικείος, ιδανικά λυρικός για μια γενιά που σιωπηρά ένιωσε την λεηλασία και τον σπαραγμό σε κάθε ένα από τα τραγούδια του και μαγεύτηκε από την ορμητικότητα και τη δύναμη του αστικού ιδιώματος που έκανε τους αγγλικούς στίχους να μοιάζουν ταλαιπωρημένες συλλαβές σε αδιέξοδο. Οι μουσικές του φόρμες κέντησαν στις ίδιες νότες την ελληνική παράδοση και το δέλτα του Μισσισσιππή με μια βελούδινη μαεστρία, χαρίζοντας έτσι στο κοινό μια πρωτόγνωρη ικανοποίηση και επιβεβαιώνοντας παράλληλα την ιδιαιτερότητα του προσωπικού του στιλ, που ήταν προορισμένο να ταυτιστεί μεταξύ άλλων, με την ταξική αντίσταση και την κοινωνική ευαισθητοποίηση, τελείως όμως έξω από οποιαδήποτε υποψία στρατευμένης "εξυπηρέτησης". Ο Παύλος ένιωσε παντού γύρω του το φορμαλιστικό, επιτηδευμένο περίβλημα της καθώς πρέπει "κοινότητας", αλλά δεν της έκανε τη χάρη να εγκλωβιστεί μέσα της. Ήταν η επιλογή του αυτή και μαζί του ακολούθησε και η μουσική του.

Τα τραγούδια του δεν ήταν καρτερικά ή παρηγορητικά, αλλά ακριβείς μαρτυρίες, χωρίς φτιασίδια. Παρτιτούρες διεκδίκησης, μέσα από τις οποίες έδωσε τη δική του λυρική αντήχηση με επίμονες αναφορές στο ψυχικό "λιντσάρισμα", δημιουργώντας συνθέσεις των οποίων το κυρίαρχο συστατικό ήταν η ανατροπή των "αξιών" της υποκρισίας. Το μπλουζ τού έδωσε πρόσβαση στον λαβύρινθο του προσωπικού του πόνου, το ροκ εν ρολ τον απελευθέρωσε - έστω και προσωρινά - από τους σκοτεινούς αδιέξοδους διαδρόμους, μέσα στους οποίους τον μαστίγωνε ανελέητα η πρέζα. Έγραψε στίχους, διηγήματα, σκόρπιες σκέψεις, ανολοκλήρωτα θεατρικά έργα, πολιτικά και φιλοσοφικά δοκίμια, όλα αυτά με έναν "καταδικασμένο" ειρμό που όμως τον βοηθούσε να ανοίξει διάλογο με τον ίδιο του τον εαυτό. Μπολιάστηκε από μικρός με την κουλτούρα των μπίτνικ, επηρεάστηκε κυρίως από τον ανατρεπτικό Άλεν Γκίνσμπεργκ και οραματίστηκε να διευρύνει την αντίληψη και τις αισθήσεις του μέσα από ένα συνεχές ταξίδι "στον δρόμο", όπως ακριβώς το περιέγραφε στο ομώνυμο βιβλίο του ο Τζακ Κέρουακ.

Οι "Σπυριδούλα" το 1978. Από αριστερά, Παύλος Σιδηρόπουλος, Τόλης Μαστρόκαλος, Τάσος Φωτοδήμος, Νίκος Σπυρόπουλος, Βασίλης Σπυρόπουλος

Λίγες εβδομάδες πριν πεθάνει, τον Σεπτέμβριο του 1990, δήλωσε σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του, ότι ένιωθε περισσότερο στιχουργός, παρά μουσικός. Νομίζω όμως, ότι δεν θα μπορούσε κάποιος να ξεχωρίσει - όχι εύκολα τουλάχιστον - τις νότες από τα λόγια του. Ο Σιδηρόπουλος μεγάλωσε ακούγοντας Κλάπτον, Μάγιαλ, Κριμ, Ζάπα, Κινκς, Άνιμαλς, Ντίλαν, Μπάτερφιλντ. Από το ξεκίνημά του έδειξε ότι θα "τιμούσε" και με το παραπάνω όλους αυτούς. Η ευαισθησία και τα υπέροχα φωνητικά στον "γέρο Μαθιό" - ως Δάμων και Φιντίας - υπήρξαν όχι μόνο παρακαταθήκη, αλλά και εγγύηση ότι κάτι σημαντικό γεννιόταν. Στη συνέχεια το "αγροτικό" στα Μπουρμπούλια στην μετά Σαββόπουλο εποχή, τον οποίο παρεμπιπτόντως ο Παύλος θαύμαζε απεριόριστα, μετά το πέρασμα από το πολιτικό τραγούδι με τις συνεργασίες με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, όλα αυτά προετοίμασαν το έδαφος για τους "Σπυριδούλα", που αποτέλεσαν έναν από τους μεγάλους σταθμούς στο ελληνικό ροκ εν ρολ με την έκδοση το 1979 του LP "Φλου". Δέκα μικρά διαμάντια που χάρισαν στον Σιδηρόπουλο μουσική και στιχουργική "ταυτότητα".

Για πρώτη φορά ο ήχος και ο στίχος μετατράπηκαν σε άμεσα "καταφύγια" για τους νέους του αστικού περιθωρίου, τους φτωχοδιάβολους της μάταιης αναζήτησης, της χαμένης ελπίδας, της παραιτημένης προσπάθειας, της μαζικής θλίψης, της άνευ όρων παράδοσης. "Η ώρα του stuff", αυτός ο αντί-ύμνος της αυτοβιογραφικής απελπισίας, το μελαγχολικό "Στην Κ.", το ηλεκτρισμένο "Το '69 με κάποιο φίλο", το βελούδινο "Πού να γυρίζεις", το νοσταλγικό "Εν κατακλείδι", όλα μαζί και ένα-ένα, τα τραγούδια του "Φλου" ήταν η πρώτη "οργανωμένη" και απόλυτα επιτυχημένη προσπάθεια να μετατρέψει μια ελληνική μπάντα έναν δίσκο σε "δόγμα" εξέγερσης, ανυπακοής και σαμποτάζ, καταγγέλλοντας μια και καλή το "κυρίαρχο σύστημα" του εξευτελισμού και της αποβλάκωσης. Ο βίαια διατυπωμένος λόγος του Παύλου σόκαρε τις "ιεραρχίες", προβάλλοντας μια διαφορετική "ηθική", απαλλαγμένη από φορμαλισμούς και μεταφυσικές υποκρισίες. Οι εικόνες ήταν ψυχρές και τα σύμβολα σκληρά, αλλά η ποιητικότητα και η αμεσότητα της κάθε κραυγής, ήταν γεμάτες από αξιοπρέπεια που κανείς δεν μπορούσε να περιφρονήσει.

Δημήτρης Πουλικάκος και Παύλος Σιδηρόπουλος στην ιστορική συναυλία "Παραμύθι χωρίς όνομα" στο κλειστό γήπεδο μπάσκετ του Σπόρτινγκ (17/2/1980)

Έναν χρόνο αργότερα, ο Σιδηρόπουλος άφησε τους "Σπυριδούλα": "Τα παιδιά ήθελαν μια πιο μαρξιστική τοποθέτηση. Τα παιδιά θέλανε ένα γκρουπ με συγκεκριμένη πολιτική θέση, πράγμα στο οποίο εγώ δε συμφωνούσα και εκεί βρήκαμε ότι δεν ταιριάζουμε και σταματήσαμε να συνεργαζόμαστε". Αφού πέρασε για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα πρώτα από την "Εταιρεία Καλλιτεχνών" και μετά από τους "Μουρμούρα", στη συνέχεια "έστησε" σιγά-σιγά το επόμενο συγκρότημα, τους "Απροσάρμοστους". Το 1982 κυκλοφόρησε το LP "Εν λευκώ", ένα ακόμα "μαστίγιο" στην κοινωνική δυσλεξία του καθωσπρεπισμού. Ο Παύλος, πιο "βρώμικος" και παρορμητικός από ποτέ, αποφάσισε να εξερευνήσει ακόμα πιο διεισδυτικά τις σκοτεινές πλευρές του, μέσα από μια οδυνηρή ενδοσκόπηση που τον οδήγησε σε μια διαφορετική μουσική αισθητική, σαφέστατα επηρεασμένη από τις μυστικιστικές αλληγορίες των Ριντ και Μπάουι. Ο περιθωριακός, ηλεκτρισμένος ήχος του "Βιβλίου των ηρώων του τρόμου", η σπαρακτική κραυγή της "Η", η ακατέργαστη, ξέφρενη, εκρηκτική "Ύστατη στιγμή", όλα τα τραγούδια του δίσκου ήταν μια παθιασμένη "παρανομία" μέσα στο ίδιο το ροκ εν ρολ.

Το "Εν λευκώ" πολεμήθηκε σκληρά και χυδαία από την εξουσία, σχεδόν "τουφεκίστηκε" εν ψυχρώ. Ο καμβάς του κολάζ ενός τόσο επικίνδυνου λυρισμού έπρεπε να εξαφανιστεί και ό,τι δεν ολοκλήρωσε η λογοκρισία, ανέλαβε να το φέρει σε πέρας η "προοδευτική" δημοσιογραφία. Διαβάζουμε από την "κριτική" της Ελευθεροτυπίας: "Το Εν Λευκώ δε δείχνει τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια να μας πουλήσουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Το μόνο που καταφέρνει είναι να αιτιολογήσει τ' όνομά τους. Απροσάρμοστοι. Όχι κοινωνικά, κάθε άλλο. Αλλού είναι απροσάρμοστοι. Μουσικά π.χ. έχουν σταματήσει γύρω στην εποχή του rock & roll animal του Lou Reed. Στιχουργικά - και εδώ είναι που μπαίνει και η σκουπιδοαισθητική στο χορό - βρίσκονται στις ίδιες πάνω κάτω περιοχές, στις οποίες έκοβε βόλτες η σκέψη του Reed την ίδια εκείνη εποχή. Έτσι, απ' την πρώτη μέχρι την τελευταία στροφή του δίσκου δεχόμαστε κατάμουτρα ένα ελεεινό άκουσμα που μόνο ροκ εν ρολ δεν είναι. Μια μουσική ανίκανη να υπερασπίσει ή να διεκδικήσει το παραμικρό, ένα κακότεχνο, ατσούμπαλο, επώδυνο και ανηλεές γκάπα γκούπα. Με ένα τόσο φθηνό, ανεύθυνο όσο και επικίνδυνο τρόπο, ικανό να κάνει κακό στους μικρότερους. Ντροπή!"

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος και οι "Απροσάρμοστοι" στο κλαμπ Rodeo τα Χριστούγεννα του 1984

Παρά τον τραμπουκισμό που υπέστη, το "Εν Λευκώ" κατόρθωσε να συσπειρώσει ακόμα περισσότερο όσους ονειρεύονταν τη ρήξη, έστω μέσα από την τρελή αναζήτηση ενός ήχου που έφτυνε κατάμουτρα το κατεστημένο, απελευθερώνοντας το όνειρο μιας εξέγερσης που υπέφερε "αλυσοδεμένη" μέσα σε σκοτεινά και υγρά μοτίβα, έξω από κάθε αποδεκτή πραγματικότητα. Ο Σιδηρόπουλος, φλογισμένος και αθεράπευτα "μοναχικός", διέλυσε με τους στίχους του τις ενοχές και αποκωδικοποίησε όλα αυτά από τα οποία ήθελε να απαλλαγεί, προκαλώντας για μια ακόμα φορά τις αστικές αξίες. Λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου, ο Παύλος και οι Απροσάρμοστοι τα έσπασαν, όμως πολύ σύντομα τα ξαναβρήκαν και το 1984 ηχογράφησαν το τρίτο LP του Σιδηρόπουλου, "Zorba the Freak". Ο Δημήτρης Πουλικάκος είχε αναλάβει την παραγωγή και η επιρροή του στο τελικό αποτέλεσμα ήταν κάτι παραπάνω από φανερή. Οι αλλαγές όχι μόνο στο ύφος και το περιεχόμενο, αλλά και σε ολόκληρο το "στήσιμο", έφεραν έναν αέρα ανανέωσης και εξωστρέφειας στη δημιουργική δύναμη που προέκυψε από την συνύπαρξη των δυο σημαντικότερων μουσικών του ροκ εν ρολ στην Ελλάδα.

Το μπλουζ και η soul εκφράστηκαν με ένα ιδιαίτερο χιούμορ, που διακλαδώθηκε στους στίχους καταλήγοντας πότε σαν ειρωνεία, πότε σαν σάτιρα και πότε σαν χλεύη. Για πρώτη φορά έκαναν την παρουσία τους αγγλόφωνα τραγούδια, ένα εξ αυτών - το Clown - γραμμένο από τον ίδιο τον Παύλο. Το ροκ συνέχισε να είναι αυθεντικό και προκλητικό, όμως έμοιαζε απαλλαγμένο από τον σκοτεινό μανδύα των προηγούμενων δίσκων, μακριά από το να "συνθλίβει" τις ψυχές, στιγματίζοντας όμως με σαρκασμό κάθε πιθανή "προδοσία". Ο Σιδηρόπουλος έγινε πιο ανάλαφρος, πιο φωτεινός, πιο προσιτός, πιο παιχνιδιάρης. Το "Άντε...και καλή τύχη μάγκες" ήταν όσο μίνιμαλ θα επέτρεπε η οπτική γωνία του αυτόπτη μάρτυρα της ληστείας που "στα τέτοια του ψιθύρισε", δίνοντας στη λογική μια αυτονομία που πλέον μπορούσε να "αγκαλιάσει" πολλούς περισσότερους "ξένοιαστους καβαλάρηδες" ακροατές. Από την άλλη, το "Rock'n'Roll στο κρεβάτι" έκλεισε τη μοναξιά και τη λαχτάρα μέσα στις ίδιες συγχορδίες, φανερώνοντας μια αλλιώτικη "αλήτικη" διάθεση, γεμάτη ζωντανούς παλμούς που έκαναν θρύψαλα πουριτανούς και συντηρητικούς, εγκλωβίζοντάς τους με χαρακτηριστική ευκολία μέσα στην παρτιτούρα.

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος και ο Αλέκος Αράπης από τους "Απροσάρμοστους" (1984)

Όμως ο Παύλος, αν και κατάφερε να "ανοίξει" τον κύκλο μέσα στον οποίο σφιχταγκάλιασε τους περιπλανώμενους αλήτες της απόρριψης, δεν μπόρεσε ποτέ να κλείσει τις δικές του πληγές. Η πρέζα τον τύλιξε στη μέθη της, τον γέμισε μικρές σκληρές σπασμένες απώλειες και όταν ήρθε η ώρα της στερνής μάχης, τον βρήκε φθαρμένο μέσα στα χαρακώματα της εγκατάλειψης και τον απογύμνωσε από ανάσες και όνειρα. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1990, "το φιξάκι δεν κράτησε μια στιγμή", αλλά παρέσυρε "μια ολόκληρη ζωή" στον θάνατο. Το ταξίδι του μπορεί να ήταν καταραμένο, αλλά ο ίδιος έδωσε μορφή στην ανυπακοή και τις χαμένες ψυχές, ξεσκεπάζοντας κάθε συμβατική προσποίηση. Οι στίχοι του άγγιξαν σκοτεινές ιστορίες, οι νότες του αναζήτησαν τη λατρεία της στιγμής. Προχωρώντας μέσα στα σκοτάδια, τραγούδησε τα μπλουζ με μια γεμάτη ενέργεια κομψότητα, δέσμιος ο ίδιος ενός τραγικού πεπρωμένου. "Ένοχος για κάποια αιτία που δεν την έμαθες ποτέ, πες μας ρε φίλε ποιος θεός σ' ορίζει, ποιος σε γεμίζει μ' ενοχές..."

Πηγές: pavlos-sidiropoulos.gr, rebetcafe.blogspot.gr, news247


Πηγή: pancreta