Αυτό το λάθος μάς χάρισε αληθινή ποίηση και μια σκανδαλιάρα, αιώνια ερωτευμένη έφηβη, μια μεγάλη ποιήτρια
Καθώς κάθεται στο τραπέζι ρίχνει μια φευγαλέα ματιά σ’ ένα καθρεφτάκι τοποθετημένο δίπλα στα μολύβια και τα στυλό της. «Πρέπει να είναι πολύ παλιό». «Ουουου...» απαντάει γελώντας. «Το ουουου... δεν εξηγεί το πότε». «Ξέρετε το ανέκδοτο με τη γιαγιά και το λύκο; Πάει ένα κοριτσάκι στη μαμά του και της λέει “μαμά, η γιαγιά είναι λύκος”. Η μάνα του τo αποπαίρνει, αυτό επιμένει. Όταν εμφανίζεται η γιαγιά του τη ρωτάει. “Γιαγιά, από πότε έχεις να το κάνεις;” και η απάντηση της γιαγιάς “Ουουου…”». Οk, μόλις μου δώσατε την τέλεια εισαγωγή για τη συνέντευξη. «Ωχ, θα μου βγει το όνομα!» «Έχετε πρόβλημα με αυτό;» «Να με πουν λύκο;»... ξεκαρδίζεται. (Παρεπιμπτόντως «Λύκοι και σύννεφα» ήταν ο τίτλος της πρώτης ποιητικής συλλογής της που εκδόθηκε το 1963.) «Ήταν της μαμάς μου το καθρεπτάκι. Έχω γράψει κι ένα ποίημα γι’ αυτό».
Μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο μας περίμενε στην ανοιχτή πόρτα. Είχαμε χαθεί αναζητώντας στη Νεάπολη το διαμέρισμά της και είχε την αγωνία αν ταλαιπωρηθήκαμε. Ένα διαμέρισμα μικρό, στο δεύτερο όροφο μιας συμβατικής ανώνυμης πολυκατοικίας. Έχει πρόσφατα μετακομίσει· «είναι πιο μικρό και με λιγότερο ενοίκιο» επισημαίνει. Άραγε οι ένοικοι γνωρίζουν πως έχουν γειτόνισσα μια από τις σπουδαιότερες ποιήτριες; «Οι άλλοι με χαρακτηρίζουν έτσι. Δεν μου αλλάζει την αίσθηση της ζωής μου, δεν με επηρεάζει ψυχολογικά. Το μόνο, ομολογώ, που με συγκινεί είναι όταν με πλησιάζουν νέοι άνθρωποι. Πάντως όλο αυτό με το “καλύτερος” ποιητής με εξοργίζει. Τι ρόλο έχει αυτή η σύγκριση; Ποιητές είμαστε, δεν είμαστε λοχαγοί και υπολοχαγοί να περιμένουμε αξιολογήσεις».
Καθόμαστε γύρω από ένα τραπέζι γεμάτο με τα σύνεργα γραψίματος. Δίπλα μια μικρή βιβλιοθήκη («τα περισσότερα βιβλία τα έχω στην Αίγινα»), ένα ντιβάνι, λίγα κάδρα με φωτογραφίες της ζωής της, πάνω σε μια σερβάντα η τηλεόραση. Ένα δωμάτιο έχει ακόμη το σπίτι. Πολλοί λένε πως δεν τους αφορούν τα χρήματα. Το έχει πει και η ίδια. Η ασκητική λιτότητα του διαμερίσματος δεν αφήνει αμφιβολία πως το εννοεί. «Δεν με αφορά η ιδιοκτησία. Έχω ένα σπίτι στην Αίγινα και φτάνει. Ίσως τη στάση αυτή να την κληρονόμησα από τον πατέρα μου. Δεν ξέρω αν ήταν κρυφοτσιγκούνης ή κρυφοκομμουνιστής, αλλά όταν κάποτε τον ρώτησαν “Μα, καλά, εσύ δεν έχεις διαμέρισμα στην ΑΘήνα;” απάντησε “μια ιδιοκατοίκηση αρκεί” και εννοούσε το σπίτι στην Αίγινα. Ο Καζαντζάκης αποκαλούσε τον πατέρα μου “Μεγάλε Ανατολίτη μου”. Ήταν από το Τσανάκ Καλέ και είχε έρθει στην Ελλάδα να ασκήσει δικηγορία μετά τις σπουδές του στο εξωτερικό. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών έφτασε και η υπόλοιπη οικογένεια: μάνα, πατέρας, οι αδελφές του. Συνηθίζω να λέω πως οφείλω τον παράδεισό μου σε μια καταστροφή. Γιατί ο πατέρας μου αγόρασε το σπίτι στην Αίγινα προκειμένου να στεγάσει την οικογένειά του. Στο σπίτι της Αίγινας ζω τον περισσότερο καιρό. Τι να το κάνω το μπαλκόνι εδώ όταν έχω αυτό τον κήπο στο νησί;»
ΑΙΓΙΝΑ 1
…Είχα από τότε φτιάξει δύο εαυτούς· ο ένας γαλήνιος
κούρνιαζε, αγάπαγε τα γύρω του καλά διατεθειμένος
τον άλλο τον ερέθιζε ο γλυκός κίνδυνος που κρύβει άγνωστο σώμα.
Ονόμαζα γαλήνη το χειμώνα, την τρέλα καλοκαίρι
και μεταμορφωνόμουνα σε άγγελο χειμερινό, σε σατανά της ζέστης.
Η μάνα μου ετρόμαζε μ’ αυτές τις δύο μου φύσεις
Είναι ντυμένη, όπως πρέπει να ντύνεται μια κυρία που περιμένει καλεσμένους. Τα νύχια της βαμένα στο χρώμα της μπλούζας. «Βάφετε τα νύχια σας ανάλογα με το τι φοράτε;» «Αχ, μια φίλη μου με ρώτησε αν θέλω να μου τα βάψει κι εγώ διάλεξα αυτό το χρώμα» θα εξηγήσει. Κάθε απάντησή της συνοδεύεται από ένα συνωμοτικό, σκανδαλιάρικο γέλιο. Μας έχει ρωτήσει αν θέλουμε μπίρα. Προτιμάει μόνη της να τη σερβίρει στο ποτήρι της. «Μέχρι πριν τρία χρόνια μού άρεσε εκεί προς το μεσημεράκι να πίνω το αγαπημένο μου Ούζο 12 τρώγοντας λίγο ψωμί και τυρί.
Τρία χρόνια τώρα έχω σταματήσει να πίνω». «Εδώ, στο τραπέζι που καθόμαστε, γράφετε;» «Εδώ γράφω, χαζεύω λίγο τηλεόραση, μερικές φορές αποκοιμιέμαι και μετά πάω να ξαπλώσω. Μου αρέσει να γράφω σε συγκεκριμένους χώρους. Παλιότερα σημείωνα πολύ σε σημειωματάρια, που κουβαλούσα πάντα μαζί μου. Τώρα λιγότερο. Συνήθως γράφω 11.30-14.30, μετά κοιμάμαι λίγο και αν πρέπει να παραδώσω κάποια μετάφραση δουλεύω και το απόγευμα». «Το ίδιο ωράριο ακολουθείτε για να γράψετε και τα ποιήματά σας;» «Δεν πιάνω το στυλό αν δεν μου έρθει η έμπνευση... και αυτή έρχεται απρογραμμάτιστα. Αρκεί μια λέξη για να την πυροδοτήσει...» «Και πώς μια απλή λέξη, το παράθυρο για παράδειγμα, μπορεί να αποτελέσει ποιητική έμπνευση;» «Εξαρτάται αν είναι ανοιχτό ή κλειστό. Αν είναι κλειστό θα υπάρχει πρόβλημα».
Πειραχτήρι, να η σωστή λέξη που μπορεί να περιγράψει αυτή την ποιήτρια, της οποίας ποιήματα έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες, έχει βραβευτεί στο εξωτερικό κι εδώ, μεταξύ αυτών και από την Ακαδημία Αθηνών. Όχι, δεν είναι μέλος της. Ίσως, καλύτερα· γιατί τι σχέση μπορεί να έχει αυτός ο ζωντανός άνθρωπος με τους... αθάνατους; Εξάλλου το λέει και το εννοεί, με μια φωνή όλο παράπονο, «δίνω τα πάντα, τα ποιήματά μου, τις διακρίσεις μου, όλα, προκειμένου να ξαναπάρω τα νιάτα μου πίσω. Αχ, ο έρωτας είναι το άπαν. Και ο έρωτας συμβαδίζει με τη νεότητα».
Η ΟΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
....
Τυφλώθηκα
γιατί έχασα την όραση του έρωτα
εκείνη που με τη δική της λειτουργία
κρατάει τα μάτια κλειστά
και δε μισεί το σκοτάδι.
…
Τώρα, μες στον αόρατο νου μου
ξαναφέρνω όνειρα παλιά
μήπως και ξαναδώ
το φάντασμα του έρωτα.
Δεν θυμάται το επάγγελμα που γράφουν τα επίσημα χαρτιά. «Τι να γράφουν; Ποιήτρια; Είναι δουλειά η ποίηση; Δεν νομίζω. Το επάγγελμά μου είναι μεταφράστρια. Αυτό σπούδασα στη Γενεύη. Μιλάω αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά – και ελληνικά, φυσικά. Έχω κάνει και διερμηνέας. Περισσότερο μεταφράζω ποίηση και μόνο αν μου αρέσει. Πώς είναι που μερικές φορές όλοι συμφωνούν στο “πόσο ελκυστικός κύριος είναι κάποιος”; Μπορώ να καταλάβω γιατί το λένε, αλλά εμένα να μη μου κάνει. Το ίδιο συμβαίνει και με την ποίηση. Θέλω να βλέπω την ποιότητα στο ποίημα για να με προκαλέσει. Μην αναζητάτε κανόνες. Ή κάτι σου αρέσει ή όχι. Τόσο απλά. Είναι μεγάλη ιστορία η μετάφραση. Πρέπει να ψάχνεις για να βρεις τη σωστή λέξη και αυτό μπορείς να το πετύχεις μόνο όταν έχεις συνειδητοποιήσει το βάθος του ποιήματος». «Ζηλέψατε ξένες λέξεις; Θα θέλατε να υπάρχουν στα ελληνικά για να τις χρησιμοποιήσετε στην ποίησή σας;» «Ίσως τα νοήματα και τον ήχο κάποιων. Δεν λείπουν οι λέξεις από την ελληνική γλώσσα. Όμως, η ελληνική γλώσσα έχει και φοβερές αναπηρίες. Προσωπικά δεν αντέχω οποιαδήποτε λέξη θυμίζει καθαρεύουσα. Από την άλλη η νεοελληνική γλώσσα έχει ένα μεγάλο πρόβλημα με κάποιες γενικές. Πόσο κακόηχα ακούγεται για παράδειγμα “των συσκέψεων”, είναι τόσο κρύα λέξη. Δείχνει μια αδεξιότητα». «Είναι τόσο βάσανο οι λέξεις;» «Βάσανο είναι η όλη κατάσταση». «Πότε συνειδητοποιείτε πως τελείωσε ένα ποίημα;» «Α, δεν ξέρω πώς γίνεται και το καταλαβαίνω. Το χέρι μου βάζει τελεία τη στιγμή που πρέπει, λες και το ξέρει – τόσο απλά. Πάντως γράφεις και όλα έρχονται. Κοιτάζω τα ποιήματα που έχω εκδώσει και πολλά από αυτά διαβάζοντάς τα αναρωτιέμαι, εγώ τα έχω γράψει; Προσέχω την ημερομηνία έκδοσής τους και απορώ με τις λέξεις και τα νοήματα. Μα πώς είναι δυνατόν τότε να το είχα σκεφτεί αυτό; Δεν ταίριαζε με την ηλικία ή τις εμπειρίες μου».
«ΣΙΓΑ ΜΗΝ ΤΡΕΜΕΙΣ…»
«Σιγά μην τρέμεις…»
είμαστε των παλαιών ερώτων οι φωνές
όχι αυτών που σου άλλαζαν τη ζωή
και βρισκόσουν ξαφνικά σ’ άλλες κάμαρες
να προσκυνάς άλλα αγάλματα
αλλ’ εκείνων των ερώτων των μικρών
που για μια μόνο στιγμή
σ’ έκαναν να κοιτάς ψηλά
μ’ ουράνια οικειότητα
ενώ κάτι άταχτα μονοκοτυλήδονα
– το γελάκι, η ματιά–
σ’ έκαναν να ξεχνάς τ’ αειθαλή αγκάθια
του κάκτου χρόνου.
Έρωτα μικρέ, της τελευταίας στιγμής
ακούμπα σ’ έναν ώμο φανατικά θνητό
ακούμπα στο κενοτάφιο των ονείρων.
Μόλις έχει τελειώσει κάποιους μονολόγους. Δεν έχει αποφασίσει ακόμη αν θέλει να τους εκδώσει· μπορεί και να ανέβουν στο θέατρο. Είναι 76 χρονών. Μόλις 17 ήταν όταν ο νονός της Νίκος Καζαντζάκης, ενθουσιασμένος από το ποίημά της «Μοναξιά», το έδωσε να δημοσιευτεί στο περιοδικό «Νέα Εποχή». «Ποιήτρια θα γινόμουν, φαντάζομαι, ούτως ή άλλως. Δεν είμαι και μοιρολόγος να ξέρω, αν δεν το έστελνε τότε για δημοσίευση, τι θα συνέβαινε». «Έχετε θελήσει ποτέ να μάθετε το μέλλον σας;» «Κάτι περίεργα συμβαίνουν με αυτά. Έχω μια φίλη που μου λέει να προσέχω και να μη βγαίνω έξω κάποιες μέρες». Γελάει. «Νομίζω, διαβάζει το ζώδιό μου. Είμαι ψάρι. Γεννήθηκα στις 22/2. Τον ωροσκόπο μου δεν τον θυμάμαι». «Ο σύζυγός σας Ρόντνεϊ Ρουκ τι ήταν;» Παίρνει μουτρωμένο ύφος. «Κριός. Το ακριβώς αντίθετο. Και όχι μόνο κριός· ήταν και Εγγλέζος. Συνδυασμός που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για παρεκκλίσεις». «Για να μείνετε 43 χρόνια παντρεμένοι, ως το θάνατό του, σημαίνει πως τον θέλατε και για να σας προστατεύει». «Ακριβώς. Με έσωσε. Ήταν ο ευεργέτης μου. Τον είχα γνωρίσει σε μια ταβέρνα, στη Λεύκα. Έτρωγα μόνη μου, όταν μπήκε. Βλέποντάς τον δεν νομίζω να σκέφτηκα κάτι· ίσως ότι είχε ωραία γαλάζια μάτια; Μπορεί. Δεν υπήρχε άδειο τραπέζι και του πρότεινα να κάτσει μαζί μου. Ήταν φιλόλογος, απίστευτα έξυπνος αλλά σεμνός και χαμηλών τόνων – τελείως αντίθετος από εμένα. Ερχόταν κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα, μιλούσε πολύ καλά ελληνικά, εγώ μιλούσα αγγλικά κι έτσι... όλα έγιναν γιουβέτσι. Καθίσαμε ώρες συζητώντας εκείνο το βράδυ, λες και γνωριζόμασταν χρόνια. Ξαναβρεθήκαμε και στο τρίτο ραντεβού πιάσαμε κουβέντα περί ζωής και γάμου. Είμασταν 23 χρονών – αυτός δύο μήνες μικρότερος. Μόλις είχα μπει στο ποιητικό κουρμπέτι με τις δημοσιεύσεις. Όταν μου μίλησε για γάμο, θυμάμαι να απαντάω με τη γαλλική έκφραση “Έχω άλλες γάτες να μαστιγώσω”, που σημαίνει έχω άλλες προτεραιότητες. Σε τρεις μήνες παντρευτήκαμε. Ο πατέρας μου δεν είχε κανένα πρόβλημα, γιατί ήταν παθιασμένος με το οτιδήποτε αγγλικό. Αμέσως παρέδωσε τα όπλα. Ήμουν και ζωηρή, οπότε άλλο που δεν ήθελε».
Η ημέρα του γάμου τους έξω από την εκκλησία στην Πλάκα
Μας περιγράφει την κοινή ζωή τους. Σε πολλά μοιάζει με το γάμο της Μποβουάρ και του Σαρτρ. «Θυμάμαι πως είχε ερωτευθεί μια Ολλανδέζα, αλλά τι να πω; Κι εγώ είχα λερωμένη τη φωλιά μου. Ένας από τους έρωτές μου ήταν πιο σοβαρός. Ήταν ένας Ιρλανδός – πόσο ωραίοι άνδρες είναι οι Ιρλανδοί, με το σχεδόν μεσογειακό ταμπεραμέντο τους και το συνδυασμό ιρλανδέζικης και αγγλικής κουλτούρας· υπολόγισε και τα ωραία γαλάζια μάτια τους (για τους Έλληνες άνδρες, ας μη μιλήσω). Μετά από τρία χρόνια μού ζήτησε να χωρίσω για χάρη του. “Είσαι με τα καλά σου;” του απάντησα. Τότε ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα πως ο Ρουκ ήταν τα πάντα για μένα. Είναι πολύ ωραίο όταν ο έρωτας αφήνει θέση στην αγάπη. Αχ, Θεέ μου, πόσο χιουμορίστας ήταν. Αλλά τα αστεία του είχαν μια σοφία. Όταν παντρευτήκαμε πήγαμε στην Αγγλία και ζήσαμε για ένα χρόνο. Εκεί έμαθα πως είχε αρχίσει τη σχολή ο Δοξιάδης στην Αθήνα και πως έψαχνε βιβλιοθηκάριο. Πήρε τη θέση και επιστρέψαμε. Χρόνια μετά, ένα βράδυ συζητώντας για τη ζωή μας, τον είχα ρωτήσει πώς πήρε την απόφαση να αφήσει τη δουλειά του για να γυρίσουμε Ελλάδα. Τι μου απάντησε τότε, το τέρας; “Ήξερα πως εξαιτίας της ποίησής σου αργά ή γρήγορα θα επιστρέφαμε”. Αυτός ήταν». «Πώς σας προσφωνούσε;» «Εγώ ήμουν το mouse, εκείνος το κουνέλι! “Mouse, don’t panic” έλεγε». «Είστε πολύ αγχώδης;» «Τότε ήμουν λιγότερο από τώρα. Γιατί τώρα σκέφτομαι και τα μη ζωής». «Βγαίνετε καθόλου;» «Πλέον όχι πολύ συχνά, λόγω προβλημάτων με το πόδι μου. Λένε πως στο τέλος της ζωής σου αρχίζεις να μοιάζεις με το πώς ήσουν στην αρχή. Τρεις εβδομάδες αφού γεννήθηκα είχα προσβληθεί από σταφυλόκοκκο. Ποτέ δεν το έβαλα κάτω. Χόρευα, ταξίδευα κι ας είχα πρόβλημα με το χέρι και το πόδι μου».
Η ουλή
….
Ποιος ξέρει μέσα σε μια νύχτα τι ανταλλαγές έγιναν
τι έδωσα, τι πήρα, από τι παραιτήθηκα
τι υποσχέθηκα και με κράτησε για υπηρέτριά της
η ζωή…
Έτσι μικροκαμωμένη που είναι θυμίζει την Τζελσομίνα, την ηρωίδα της ταινίας «La Strada» του Φελίνι – σε μελαχρινή έκδοση. «Η Κατερίνα είναι η πεμπτουσία αυτού που λέμε Joie de vivre» θα πει ο φίλος της (και νέος ποιητής) Στέφανος Παπαδόπουλος – ο Παπαντό μου, τον προσφωνεί. «Είμαι γέννημα ενός λάθους. Αν είχα γεννηθεί ένα χρόνο μετά θα είχε ανακαλύψει ο Φλέμινγκ την πενικιλίνη και δεν θα είχα ταλαιπωρηθεί στη ζωή μου. Πλήρωσα ένα ακριβό εισιτήριο μπαίνοντας στη ζωή αλλά μετά όλα πήγαν ρολόι» θα πει. Τελικά ίσως αυτό το λάθος να της έδωσε φτερά για να γίνει ό,τι έγινε· να ζήσει όπως έζησε· να ερωτευθεί όπως ερωτεύθηκε· να γράψει ό,τι έγραψε. «Αχ, ο χρόνος είναι χειρότερος από την αρρώστια. Είμαι 76 χρονών, έχω πρόβλημα με τα πόδια αλλά κατά τ’ άλλα είμαι μια χαρά. Αρκεί να αποφεύγω τις δύο τρομάρες!» Βάζει τα γέλια...
ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
…
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν·
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.
*Τα ποιήματα είναι από τον τόμο «Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, Ποίηση, 1963-2011», εκδ. Καστανιώτης
Πηγή: athensvoice.gr