Έχουν γραφτεί αρκετές σελίδες για τραγούδια, που έχουν φιλοσοφημένους στίχους και, που αναφέρονται, κυρίως, στο επονομαζόμενο «έντεχνο». Όμως, εδώ, θα δούμε ένα άλλο είδος τραγουδιού, αρκετά παρεξηγημένο, ακόμα και σήμερα. Το ρεμπέτικο τραγούδι.
Θα 'λεγε κανείς, από τον τίτλο και μόνο του άρθρου, ότι πρόκειται για δυο θέματα άσχετα μεταξύ τους, όμως, οι παλιοί ρεμπέτες, αν και αγράμματοι ως επί το πλείστον, κατάφεραν και έγραψαν στίχους, που θα ζήλευαν και οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι. Μπορεί η χρησιμοποίηση της λαϊκής γλώσσας και η απλότητα των στίχων, να φαντάζει παρακατιανή, όμως, η αυστηρή λιτότητα είναι αρετή για τον στίχο και δημιουργεί μια αξιοπρόσεχτη αποφθεγματικότητα.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τα παραπάνω, ας δούμε, ένα πρώτο παράδειγμα από τον Παναγιώτη Τούντα: «Ο μερακλής ο άνθρωπος πονεί μα δεν το λέει / κι αν τραγουδά, ψεύτη ντουνιά, μέσα η καρδιά του κλαίει». Στίχοι, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ποίηση, γιατί μπορούν να συγκινήσουν, είτε τον αναγνώστη, που θα τους διαβάσει, είτε τον απλό άνθρωπο, που θα τους ακούσει. Τι μας θυμίζουν, όμως, αυτοί οι απλοί στίχοι; «Οι μεγαλύτεροι πόνοι είναι βουβοί» είχε γράψει ο Schiller, ενώ ο Blake αναφέρει: «Η υπερβολική λύπη γελάει». Ο Maurice Chapelan είχε γράψει πως: «Αυτοί που δεν κλαίνε ποτέ, είναι γεμάτοι δάκρυα».
Όμως, υπάρχουν και στίχοι ρεμπέτικων τραγουδιών, που διατυπώνουν μια ολόκληρη φιλοσοφία ζωής, αφού το νόημά τους έχει κοινωνικές προεκτάσεις. «Δεν μπορείς να ζήσεις στη ζωή ετούτη, / αν δεν έχεις πλάτες, αν δεν έχεις πλούτη», έχει γράψει ο Κώστας Μάνεσης και συνεχίζει: «Το λέω με παράπονο πικρό, / το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό». Σε ένα απλό τραγούδι διατυπωμένη όλη η κοινωνική αδικία, που συντελείται στο σύγχρονο εκμεταλλευτικό κοινωνικό σύστημα. «Φτωχόπαιδο με γνώρισες / κι από μικρός στην πιάτσα / παλεύω με τα μπράτσα» έχει γράψει ο Βασίλης Τσιτσάνης, ενώ ο Κώστας Ρούκουνας γράφει: «Ψεύτισε πλέον ο ντουνιάς / δεν έχει πια φιλία / μόνο στα πλούτη σ’ αγαπούν / κι όχι στη δυστυχία.»
Όμως, υπάρχουν και άνθρωποι, που ζώντας μια δυστυχισμένη ζωή, δεν ελπίζουν σε τίποτα καλύτερο και επιθυμούν να πεθάνουν, βλέποντας τον θάνατο σαν παρηγοριά και λύτρωση από τα βάσανά τους. «Τι πάθος ατελείωτο / που είναι το δικό μου / όλοι να θέλουν τη ζωή / κι εγώ το θάνατό μου» έχει γράψει ο Μάρκος Βαμβακάρης, φέρνοντάς μας στη μνήμη τον W.C. Fields, που έγραψε: «Όταν έχουμε χάσει τα πάντα, ακόμα και την ελπίδα, η ζωή γίνεται ατίμωση και ο θάνατος καθήκον», ενώ ο Αισχύλος είχε γράψει: «Θάνατος των ανηκέστων κακών ιατρός».
Συμπερασματικά, το ρεμπέτικο τραγούδι περιλαμβάνει πολύ φιλοσοφημένους στίχους, που μέσα στην απλότητά τους εκφράζουν αγωνίες, ερωτήματα και αναζητήσεις του ανθρώπου διαχρονικά και σαν τέτοιο πρέπει να το αναγνωρίζουμε.
Πηγή: vakxikon.gr
Το διαβάσαμε εδώ
Πηγή: pancreta