φωτο αρχείου
Μάνο έχω χρόνια να σ’ ανταμώσω. Σ’ έχασα. Όπως κι εγώ έχω χαθεί για κάποιους άλλους. Να καταλάβεις ότι στη Θεσσαλονίκη λάβαινα πάνω κάτω πέντε βιβλία την ημέρα, κι εδώ τόσα δεν τα λαβαίνω ούτε σε μιαν εβδομάδα. Φεύγοντας από τη Θεσσαλονίκη, για πολλούς, οριστικά είτε αόριστα, έχω χαθεί. Έτσι κι εσύ, φεύγοντας από τη Θεσσαλονίκη, μα κι από την Αθήνα.
Αλλά δεν θέλω με τίποτε να πιστέψω αυτό που κάπου κάποτε πήρε το αυτί μου: Πως «πήγες» λέει «στης Άρνας τα βουνά στης Άρνας τα λαγκάδια». Μου πάει περισσότερο για σένα Μάνο, αυτό που ισχυρίζεται ο Ησίοδος για τους μακάριους ανθρώπους της Χρυσής Εποχής: Ότι δηλαδή κινούνται μέσα στη ζωή αόρατοι, είτε με διάφορες μορφές (ως άνεμος, ως μουσική, ως βιβλία, ως θρύλοι), κάνοντας ευεργεσίες, προσφέροντας τη θετική ενέργειά τους, όπου και όσο τους είναι δυνατό. Μου πάει περισσότερο αυτό για σένα Μάνο. Και σ’ αυτό μ’ επηρέασε το τραγούδι σου, αυτή κυρίως η μουσική σου που λέγεται «Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας».
Που κυκλοφορεί σαν άνεμος παντού και κάποτε ενσαρκώνεται στον γνωστό ρυθμό του και συνταράζει τα κλωνάρια των ανθρώπων, που υποτάσσονται πλήρως σ’ αυτό το ρυθμό, και κινούνται σύμφωνα μ’ αυτόν. Πράγμα βεβαίως που μου θυμίζει τον άλλο ρυθμό, της μουσικής που λέγεται ζωή ή σύμπαν, στον οποίο είμαστε πλήρως υποταγμένοι κι ας νομίζουμε ότι δρούμε ελεύθερα.
Δεν παίρνει λόγια αυτή σου η μουσική Μάνο. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να την αποδώσει με λόγια. Όπως δεν μπορεί να κλείσει σε ονόματα το Θεό, όπως δεν μπορεί να συλλάβει το Άπειρο.
Και βέβαια σε γάμους και γιορτές, βλέπω τους ανθρώπους, ανάλογα με το τοτέμ τους, κατά ομάδες, να χορεύουν τα διάφορα τραγούδια τους. Οι σκυλάδες χορεύουν τα σκυλέ τους, οι ροκάδες το ροκ τους, οι δημοτικοί τα δημοτικά τους, κ.ο.κ. Μα όταν μπαίνει άξαφνα η δική σου αυτή μουσική, παύουν οι άνθρωποι να είναι χωρισμένοι σε ομάδες.
Ξαφνιάζονται για μια στιγμή (οι περισσότεροι δεν ξέρουν καν το όνομα του δημιουργού!!!) κ’ ύστερα όλοι αρχίζουν να χορεύουν. Μισοί γονατιστοί χτυπώντας τις παλάμες, μισοί όρθιοι, δοκιμάζοντας θαρρείς όλες τις κινήσεις (υποκλίσεις, σκαμπίλισμα της γης, άνοιγμα των χεριών για πέταγμα, στροβίλισμα, γονυκλισίες) όλες τις κινήσεις λέω που θα τους απάλλασσαν θαρρείς από τη βαρύτητα. Κινήσεις που βλέπεις καθαρά ότι είναι μια αγωνιώδης προσπάθεια να συνομιλήσει το σώμα με το σύμπαν και να βιώσει την κάθαρση.
Μέχρι και άρρωστοι, και κουτσοί, είδα να μην αντέχουν ακίνητοι, στο άκουσμα αυτής της μουσικής. Πράγμα που επιβεβαιώνει την υποψία μου ότι η αληθινή μουσική, έχει την περισσότερο αρχαία σχέση με τα κύτταρά μας. Ίσως το «εν αρχή ην ο λόγος» να σημαίνει συν τοις άλλοις, ότι το σύμπαν είναι μια άναρχη και ατελεύτητη μουσική, που την προσεγγίζουμε μόνο στο απειροελάχιστο, εν μέρει, ως αφή, θέαση, γεύσεις, μυρουδιές, ήχο, διαιρεμένη από τις αισθήσεις μας και πλησιασμένη στο βαθμό που μπορεί να είναι χρήσιμη στην παρούσα μας ύπαρξη.
Μετά από ποιο ποίημα θα έβαζα το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας»;
Θα το έβαζα ίσως μετά το ποίημα «Ναυάγιο» του Φουτζιγιάρα Τεϊκά, (Ιαπωνία 12ος αι.) όπου η φουρτουνιασμένη θάλασσα του μεσονυχτίου, αφού έχει καταπιεί το τσακισμένο καράβι μαζί με τα κορμιά και τις φωνές των ναυαγών, μένει και πάλι μόνη της, κυματίζουσα, ενώ από τη δασωμένη πλαγιά του σιωπηλού βουνού, ακούγεται η κραυγή του ελαφιού.
Θα το έβαζα ίσως μετά από το ποίημα «Δέησις», του Καβάφη. Δεν ξέρω.
Θα το έβαζα ίσως μετά την ανάγνωση του δημοτικού εκείνου ποιήματος που λέγεται «Του κυρ-Βοριά». Όπου η μάνα πετροβολά και καταριέται τη θάλασσα που έπνιξε το παιδί της, ενώ η θάλασσα πικραμένη της απαντά:
«Δε φταίω η δόλια η θάλασσα, δεν φταίω εγώ το κύμα / μόν’ φταίει ο πρωτομάστορας που φτιάνει τα καράβια / και τα πελέκαγε φτενά και τα γυρνά ο αγέρας / και χάνω τα καράβια μου που ’ναι δικά μ’ στολίδια, / χάνω τα παλικάρια μου, οπού με τραγουδάνε».
Γιατί στη μουσική αυτή υπάρχει η βαθύτατη οδύνη ενός χαμού, που η θάλασσα τον καλύπτει με το κορμί της, θέλοντας να κρύψει από τ’ ανθρώπινα μάτια το αβάσταχτο κακό, ένα κακό όμως που μη αντέχοντάς το η ίδια, απέραντα απαρηγόρητη, υψώνει τα νερά της σ’ αμέτρητα κύματα και τα χτυπά, τα χτυπά, πάνω στα βράχια και τις ακτές όλου του κόσμου.
Κι ακόμα η μουσική σου αυτή Μάνο, παρόλο τον ένθεο και ενθουσιώδη της χαρακτήρα, κρύβει εν τούτοις και συνάμα φανερώνει, (το έχω ξαναπεί για τα ποιήματα του φίλου μας Λι Τάι Πο) τη διαρκή υπόγεια θλίψη, για το δυσεύρετο σταθερό κέντρο του κόσμου, που πάντα και παντού το βρίσκουμε, αλλά συνάμα πάντα και παντού μας διαφεύγει.
Πηγή: facebook.com
Το διαβάσαμε εδώ
Πηγή: pancreta