Τις τελευταίες μέρες, παρακολουθώντας στενά τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα και τις πρόσφατες συνεδριάσεις της Βουλής, μου έρχονται συνέχεια στο νου οι στίχοι από το γνωστό παιδικό τραγουδάκι “Και τότε ρίξανε τον κλήρο, να δούνε ποιος ποιος θα φαγωθεί”.
Τους στίχους τους γνωρίζουμε σχεδόν όλοι. Όταν ήμασταν όμως παιδιά και τραγουδούσαμε χαρούμενα αυτό το τραγουδάκι, δεν γνωρίζαμε πως πίσω από τους στίχους κρύβεται μια θλιβερή και αποτρόπαια ιστορία ναυαγών. Μια ιστορία που ενέπνευσε και τον πιο διάσημο πίνακα του 19ου αιώνα με τίτλο “Η σχεδία της Μέδουσας” του Γάλλου ζωγράφου Theodore Géricault.
Το τραγούδι “Ήταν ένα μικρό καράβι” βασίζεται στο γαλλικό -εξίσου παιδικό- τραγούδι “Il était un petit navire”, το οποίο διηγείται την ιστορία ενός μικρού καραβιού που κάνει το πρώτο του ταξίδι στην Μεσόγειο. Όταν όμως σώθηκαν οι τροφές, οι ναύτες ρίξανε τον κλήρο για να δούνε ποιος θα φαγωθεί. Χωρίς να είναι επιβεβαιωμένο, λένε πως αναφέρεται στο ναυάγιο μιας γαλλικής φρεγάτας με το όνομα “Μέδουσα”.
Το εν λόγω ναυάγιο έγινε το 1816 στα δυτικά της Αφρικής, στις ακτές της Μαυριτανίας. Η φρεγάτα “Μέδουσα”, απέπλευσε από το λιμάνι Rochefort, της Γαλλίας με σκοπό να μεταβεί στην Σενεγάλη στο Saint-Louis όπου και θα παραλάμβανε την αποικία από την Βρετανική κατοχή. Στις 27 Ιουνίου 1816, μαζί με τα πλοία Loire, Echo και Argus, αναχώρησαν για το ταξίδι αυτό. Καπετάνιος της “Μέδουσας” ορίστηκε ο Viscount Hugues Duroy de Chaumareys ο οποίος όμως είχε ταξιδέψει πολύ λίγες φορές και είχε πάνω από είκοσι χρόνια να κυβερνήσει πλοίο. Αυτό κίνησε υποψίες στην πολιτική σκηνή της Γαλλίας τότε, καθώς διάλεξαν τον συγκεκριμένο καπετάνιο περισσότερο γιατί είχε προσωπικές διασυνδέσεις με την μοναρχία του Λουδοβίκου XVIII παρά για τις ικανότητες του.
Στην φρεγάτα επιβιβάστηκαν στο σύνολο 400 επιβάτες και 160 άτομα πλήρωμα. Ο καπετάνιος θέλησε να φτάσει πρώτος στην Σενεγάλη και έτσι άρχισε να απομακρύνεται από τα υπόλοιπα πλοιάρια του στόλου, με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο της πορείας του σκάφους. Τότε για κάποιο περίεργο λόγο ζήτησε την βοήθεια ενός επιβάτη, του γάλλου φιλόσοφου Richefort, ο οποίος όμως δεν είχε σχετικές γνώσεις για την καθοδήγηση του πλοίου. Η “Μέδουσα” έχανε την πορεία της και κατευθυνόταν προς την ακτή, χωρίς να το έχει αντιληφθεί ο καπετάνιος. Το αποτέλεσμα λανθασμένων χειρισμών και εκτιμήσεων ήταν, στις 2 Ιουλίου του 1816, η φρεγάτα να προσαράξει στα ανοιχτά της ακτής Arguin της Μαυριτανίας.
Στις σωσίβιες λέμβους, δεν επιβιβάστηκαν όλοι, και πολλοί από τους επιβαίνοντες ξέμειναν πίσω. 150 ναυαγοί κατάφεραν να φτιάξουν μια σχεδία ελπίζοντας στην διάσωση τους. Ωστόσο οι ναυαγοί έζησαν μια φρικτή δοκιμασία, καθώς πολλοί από αυτούς χάθηκαν μέσα στα κύματα, άλλοι σκοτώθηκαν από τους αξιωματικούς όταν προσπάθησαν να επαναστατήσουν ενώ κάποιοι στην προσπάθεια τους να επιζήσουν κατέληξαν στον κανιβαλισμό.
Η σχεδία ταξίδεψε για 13 μέρες και από τους 150 ναυαγούς επιβίωσαν μόνο οι 15.
Αυτό το γεγονός τάραξε την πολιτική ζωή της Γαλλίας ενώ ενέπνευσε τον Γάλλο ζωγράφο Theodore Géricault να σχεδιάσει έναν από τους πιο διάσημους και σημαντικούς πίνακες του ρομαντισμού, αποτυπώνοντας με τον πιο εκφραστικό τρόπο την απόγνωση των ναυαγών και την ελπίδα τους να διασωθούν. Αυτό που δίνει ακόμα μεγαλύτερη αξία στον πίνακα σύμφωνα με τους κριτικούς και ιστορικούς τέχνης, είναι η απόφαση του να παραστήσει τους ναυαγούς πάνω στη σχεδία, εν πλω. Δεν διάλεξε δηλαδή ούτε να τους απεικονίσει στην στεριά ενώ θα τους είχε ξεβράσει το κύμα, ούτε την προσπάθεια τους να φύγουν από το πλοίο. Η εικόνα όμως των ναυαγών επί της σχεδίας, έχει ακόμα μεγαλύτερη δυναμική, σε έναν πίνακα μεγάλων διαστάσεων (491× 716 εκ.), όπου η απόγνωση φτάνει στα υψηλότερα σημεία, λίγο πριν μετατραπεί σε κανιβαλισμό, στο τελευταίο σκαλοπάτι της ελπίδας για επιβίωση.
Ο Géricault, με αυτόν τον πίνακα έθιγε εμμέσως την κοινωνική και ταξική ανισότητα που επικρατούσε, δίνοντας έμφαση σε ανθρώπους κατώτερων κοινωνικών τάξεων, οι οποίοι το μόνο που ήθελαν ήταν να σωθούν.
Πριν πιάσει όμως τα πινέλα του, ο Géricault έκανε μια έρευνα σε βάθος όχι μόνο των γεγονότων, αλλά ακόμα και των φυσικών φαινομένων. Ταξίδεψε ως την πόλη Dieppe της Γαλλίας προκειμένου να μελετήσει τις φυσικές συνθήκες των κυμάτων, του ουρανού και των σύννεφων, αφού είχε πρώτα κατασκευάσει ένα ομοίωμα του πλοίου “Μέδουσα” πάνω στο οποίο εργάστηκε για καιρό. Στη συνέχεια επισκέφθηκε στο νοσοκομείο δυο από τους επιζήσαντες και τους πήρε συνέντευξη. Ίσως αυτός να ήταν κι ο λόγος πέραν του ταλέντου του, που κατάφερε να αποδώσει με εξαιρετικό ρεαλισμό, την εξαθλίωση των ναυαγών, αφήνοντας να φανεί μέσα από την τεχνική φωτοσκίασης, η εσωτερική αγωνία επιβίωσης και ελπίδας.
Το 1819 παρουσιάστηκε ο πίνακας στο Salon του Παρισιού όπου προκάλεσε στην κοινή γνώμη, διφορούμενα αισθήματα, καθώς οι κριτικές διχάστηκαν τόσο για το θέμα του πίνακα (ο οποίος ενείχε έντονες πολιτικές διαστάσεις, όσο και για το γεγονός ότι με την ζωγραφική του αποτύπωνε τόσο ρεαλιστικά τους εγκαταλελειμμένους ναυαγούς πάνω στη σχεδία, που θεωρήθηκε το θέαμα αποκρουστικό και σκληρό. Από τη μια βραβεύτηκε με χρυσό μετάλλιο ενώ από την άλλη υπήρξαν αρνητικές κριτικές όπως αυτή του Jean-Auguste-Dominique Ingres , ζωγράφος και υποστηρικτής της κλασσικής σχολής, ο οποίος χαρακτήρισε τον πίνακα αποκρουστικό και φοβιστικό. Ο επίσης γάλλος ζωγράφος Marie-Philippe Coupin de la Couperie είπε πως ο κ. Géricault φαίνεται να σφάλει. Ο στόχος της ζωγραφικής είναι να μιλήσει στην ψυχή και τα μάτια και όχι να αποκρούει. Ο Géricault ήθελε να προσδώσει σε αυτούς τους ανθρώπους ένα πάθος που δεν το είχε καταφέρει μέχρι τότε κανείς από τους προκατόχους του αλλά ούτε και από τους σύγχρονούς του.
Αργότερα, σε αυτόν τον πίνακα προσδόθηκε μια αλληγορία, όταν το 1847 ο ιστορικός Jules Michelet, είπε πως η Γαλλία και όλη η κοινωνία της βρίσκεται πάνω σε αυτήν την σχεδία.
Κάπως έτσι με τυχαίους συνειρμούς έφτασα κι εγώ σε μια παρόμοια αλληγορία της Ελλάδας με τη σχεδία της Μέδουσας.
Ο πίνακας "Η Σχεδία της Μέδουσας" (Le Radeau de la Méduse) εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου στη Γαλλία.
Πηγή: pancreta